Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Η τελευταία αγάπη του Ανδρέα

Θυμάται, νοσταλγεί και γράφει η Καστρίτισσα δασκάλα Αρετή Καβάσσαλη – Αναστασοπούλου


Ο Ανδρέας γεννήθηκε και μεγάλωσε κοντά στην αγορά. Εκεί είδε το φως της ζωής. Στην πλατεία της έκανε τα πρώτα του βήματα. Εκεί έπαιζε και ανδρώθηκε. Γι’ αυτό είχε δεθεί μαζί της από παιδί. Έτσι τίποτε δεν του μένει κρυφό απ’ αυτή. Ο ίδιος έλεγε πως έχει πετάξει το αυτί του εκεί. Πολλά από τα αστεία και τα ανέκδοτά της ήταν δικά του στα καφενεία, στα ταβερνάκια, στο μαγαζί του. Ήταν αυθόρμητος και με έντονη προσωπικότητα. Και ζούσε σε βάθος το κάθε τί. Αλλά και η ζωή του γενικότερα ήταν σαν σε ανοιχτό χαρτί. 

 Έχει καιρό τώρα που τραγουδάει την αγάπη του στα πανηγύρια και τα βράδια στους δρόμους και τα στενά της γειτονιάς. Το ημερολόγιο δείχνει 1942. Εκείνος είναι 30 και η Ισμήνη 24. Έτσι λοιπόν,ένα φθινοπωρινό απόβραδο, έτσι απλά κρυφά και κατάμονος χτυπάει την πόρτα της Ισμήνης και μπαίνει μέσα σαν να τον περίμεναν. Ήταν πια καιρός να επισημοποιήσει την αγάπη του αυτή. Καλησπερίζει καλοσυνάτα και κάθεται. Με το χαμογελαστό του βλέμμα αγκαλιάζει την ξαφνιασμένη από την απρόσμενη παρουσία του οικογένεια και σταματά στην Ισμήνη. Οι ματιές τους διασταυρώνονται και οι καρδιές τους λένε τα δικά τους. Αμέσως μπαίνει στο θέμα. Άλλωστε η επίσκεψή του αυτή τούτο θέλει να τους πει. Αλλά και το ποίημα που ακολουθεί πολλές φορές ως τώρα και με διαφόρους τρόπους έχει λεχθεί. Η φωνή του έχει μια χαρούμενη χροιά και αρχίζει γλυκόφωνα και σταθερά. «Ισμήνη είναι καιρός όπως έχεις καταλάβει που σ’ έχω αγαπήσει, σ’ έχω ξεχωρίσει και σε θέλω για παντοτινή μου αγαπητική μου συντροφιά.» Εκείνη σαν τ’ ακούει για πρώτη φορά νιώθει τα μάγουλα της να γίνονται δύο κόκκινα τριαντάφυλλα χαρίζοντας στο προσωπάκι της περίσσια ομορφιά. Και μένει σιωπηλή. Τί άλλωστε να πει. Αφού τα έχει πει η γεμάτη από αγάπη καρδιά. Και ο Ανδρέας συνεχίζει στον ίδιο χαρούμενο τόνο. «Εσύ θα φορέσεις τα καλά σου και θα έρθεις να σταθείς κοντά μου. Τα υπόλοιπα θα είναι όλα δικά μου. Μου φτάνει η αγάπη σου και η καλή καρδιά σου». Και μένει για λίγο σιωπηλός. Ίσως θα ήθελε να γίνει πιο σοβαρός. Στην συνέχεια, αυτή την φορά την κοιτάζει κάπως παρακλητικά. «Όμως θα ήθελα μια χάρη από σένα. Να θυμάσαι πως κάποιες φορές θα βλέπεις τον γάιδαρο ν’ ανεβαίνει στην καρυδιά. Εσύ τότε να μην δυσανασχετείς». Όμως στην Ισμήνη ήταν αδύνατο να γίνει πιστευτό το παράλογο αυτό, όταν λέγεται σε τόνο τόσο αγαπητικό. Αλλά με τον καιρό ο Ανδρέας δυστυχώς βγήκε αληθινός. Όμως η μεγάλη του αγάπη προς αυτή αλλά και τα τόσα άλλα καλά του,έκαναν την Ισμήνη εκείνη την δύσκολη στιγμή να κάνει αγαπητική υπομονή. Αλλά και του Ανδρέα η χρυσή καρδιά, μετά την σύντομη αναταραχή, κατέβαζε τον κυρ-Μέντιοαπ’ την καρυδιά και η ζωή συνεχιζόταν όπως πρώτα όμορφα και αγαπητικά. 


 Και ο καιρός περνούσε και η ζωή κυλούσε με τα καλά και τ’ ανάποδά της όπως συμβαίνει πάντα με όλα τα ζευγάρια. Όμως δυστυχώς νέος ακόμα στα 58του χρόνια, αρρωσταίνει αρκετά σοβαρά από καρδιά. Τότε η χειρουργική ήταν άγνωστη αλλά και η φαρμακευτική αγωγή ήταν ανήμπορη να βοηθήσει αποτελεσματικά. Έτσι σιγά σιγά άρχισε να στερείται όλο και πιο πολλά από τις χαρές της ζωής και τα αγαθά. Για να κλειστεί τέλος τέλοςστο σπίτι του παρέα με τις στερήσεις και τα προβλήματά του. Έτσι βρίσκεται στο τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του. Μερικοί φίλοι και συγγενείς είναι η παρηγοριά του. 

 Μόνιμη συντροφιά του κρατά μια καρπουζιά που έχει φυτρώσει στη ζαρντινιέρα της βεράντας του. Κάθε μέρα απ’ το παράθυρό του της κάνει επίσκεψη και καμαρώνει μοναχοκάρπουζό της. Εκείνο, ίσως επειδή το λούζει ολημερίς ο ζεστός καλοκαιρινός ήλιος όλο μεγαλώνει και ασφαλώς θα γλυκαίνει. Αποτελεί, όπως και ο ίδιος λέει, την τελευταία του αγάπη. Καθώς στέκει για λίγο κοντά του καλεί κάθε φορά τα όνειρά του. 

 Έχει αποφασίσει κάποια μέρα να καλέσει τον παπά Βαγγέλη τον ξαδερφότου Πέτρο Λυκίδη και τον πρόεδρο Γιώργο Ιατρίδη,που τον βοηθάνε στον Γολγοθά του, να μοιραστεί μαζί τους την γλύκα του και την δροσιά του.

 Όμως για κακή τύχη όλων μας το ανιψάκι του Γιώργος 4 ετών θέλοντας να λάβει μέρος στον πανηγυρισμός του καρπουζιού κρυφά παίρνει το μαχαίρι, πηγαίνει στην καρπουζιά και του κάνει μια θανάσιμη μαχαιριά. Αυτό δα, το τόσο απλό σε κάποια άλλη περίπτωση.Αυτή την φορά, θα μπορούσε να φέρει σε όλους μας μεγάλη συμφορά. Η Αρετή σ’ αυτή την τραγικήστιγμή, βάζει το μυαλό της να δουλέψει. Μια και δυο τρέχει στον μανάβη. Για πολλή ώρα ψάχνει και βρίσκει, προς μεγάλη έκπληξη του καταστηματάρχη το δίδυμο αδερφάκι του πληγωμένου και το τοποθετεί στην καρπουζιά, παίρνοντας το πληγωμένο. Στην συνέχεια σύμφωνα με την επιθυμία, ορίζεται η μέρα και ώρα για το μεγάλο γεγονός της κοπής του καρπουζιού. Οι καλεσμένοι φυσικά είναι ενημερωμένοι...

  Όλοι είμαστε στο τραπέζι εν αναμονή της πανηγυρικής κοπής. Η Ισμήνη παίρνει το μαχαίρι και προχωρεί προς την καρπουζιά. Ο Ανδρέας καμαρώνει όλος χαρά.Έρχεται το περιβόητο καρπούζι και τοποθετείται στην πιατέλα, για την πανηγυρική κοπή εκ μέρους του Ανδρέα. Ευτυχώς που εκείνο είναι κατακόκκινο και γλυκό. Έτσι δικαιολογημένα ο Ανδρέας κάθε τόσο αναφωνεί πανηγυρικά: «Δείτε ομορφιά που βγάζει του Αντρέα η καρπουζιά». Συγχαρητήρια σπεύδει να συγχαρεί ο παπά Βαγγέλης. «κοιτάξτε χρώμα, απολαύστε γλύκα» συνεχίζει να πανηγυρίζει εκείνος. Και οι άλλοι με παλαμάκια του δίνουν τα εύσημά τους. Όμως ο Αντρέας για μια στιγμή σαν να μένει μόνος του συννεφιάζει, απουσιάζει και μονολογεί: «Μακάρι η γλύκα αυτή να μου έπαιρνε την μαύρη πίκρα από την ψυχή. Αλλά δυστυχώς αδυνατεί». Και εμείς όλοι μείναμε να τον κοιτάμε σαν να μην είμαστε εκεί. Ίσως έτσι έπρεπε. Όπως δεν έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Και δεν την έμαθε...Έτσι με τούτα και με εκείνα πέρασε για τον Αντρέα και τούτο το απόβραδο. Το απόβραδο, το τόσο διαφορετικό από εκείνο το παλιό και μακρινό. 

 Αλήθεια πόσο γρήγορα γύρισαν τα φύλλα της ζωής του και τώρα βρίσκεται στο τελευταίο. Το φύλλο που γράφει….

Τ Ε Λ Ο Σ
Διαβάστε περισσότερα...