Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Έκαναν τον καημό τους τραγούδι

Θυμάται, νοσταλγεί και γράφει η Καστρίτισσα δασκάλα Αρετή Καβάσσαλη – Αναστασοπούλου

1η version

Ο Κλέαρχος ήταν από τους πιο σπιρτόζικους τύπους της παλιάς εποχής στο Καστρί. Στο εργαστήριο του, το γαϊδουρομοδιστράδικο όπως ο ίδιος το αποκαλούσε, στο οποίο πετάλωνε ζώα και έφτιαχνε και τα σαμάρια τους ακούγοντας πολλές αστείες ιστορίες με τις οποίες σκόρπιζε το κέφι. Αλλά και ο ίδιος διασκέδαζε. Έτσι έκανε φίλους και πελάτες, και περνούσε από εκεί όλο το Καστρί, να φεύγουν γεμάτοι κέφι, με ανάλαφρη την ψυχή. 
 Ίσως αλλάξει και τη διάθεση τη δική μας ή ιστορία του που ακολουθεί...

 Κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα του 1953 ο Κλέαρχος βρίσκεται στο μαγαζί του με τον συνέταιρο του. Ο ίδιος εκείνη την στιγμή φτιάχνει το σκαλιστό του σαμαριού και ο Γιώργος γεμίζει την στρώση. Ξαφνικά την ρουτίνα της δουλειάς ταράζει η εμφάνιση μιας αιθέριας και σπάνιας παρουσίας για την εποχή γυναικεία μορφή. Η γυναίκα βγαίνει απ το ακριβό της αυτοκίνητο και με κόπο και μεγάλη προσπάθεια κατεβαίνει το μονοπάτι που οδηγεί στο μαγαζί. Δεν την βοηθάνε τα ψηλά της τακούνια και το στενό ακριβό της φόρεμα. Ο Κλέαρχος και ο Γιώργος μένουν να την χαζεύουν. Εκείνη πλησιάζει και βγάζοντας το καπελάκι της χαιρετά με περισσή ομορφιά. «Σε τί οφείλουμε την ευχάριστη επίσκεψή σας;» Ζήτησε να μάθει ο Κλέαρχος. «Θα ήθελα ένα σαμάρι» απήντησε εκείνη δειλά. «ευχαρίστως, πήρε τον λόγο ο Γιώργος, αυτή είναι η δουλειά μας, αλλά πού είναι το ζώο να του πάρουμε μέτρα;» «Δεν έχω ζώο» απάντησε εκείνη στον ίδιο τόνο. Αλλά το θέλω για αντίκα.» «Λυπάμαι κυρία μου, συνέχισε προβληματισμένος ο Γιώργος, φτιάχνουμε σαμάρια για μουλάρια, άλογα και γαϊδούρια. Για αντίκα δεν έτυχε να μας ζητήσει κανείς.» Ο Κλέαρχος όμως, που στο μεταξύ παρακολουθούσε αμίλητος γυρίζει και λέει στον συνέταιρο του, τον Γιώργο «δώσε σε παρακαλώ ένα μεταχειρισμένο στην κυρία.» Εκείνη κατά χαρούμενη τον ευχαρίστησε με το βλέμμα της και περιμένει να πραγματοποιηθεί η υπόδειξή του. Ο Γιώργος τότε παίρνει ένα σαμάρι απ τα αζήτητα, το ξεσκονίζει, το περιποιείται και το τοποθετεί στο αυτοκίνητο της. Η κυρία κατενθουσιασμένη ζήτησε να μάθε την τιμή. «δεν κάνει τίποτα» της απαντά ο Κλέαρχος, φτάνει που ομορφύνατε λίγο το χωριό μας και τιμήσατε το μαγαζί μας. Εμείς το σαμάρι αυτό, έτσι και αλλιώς, δεν επρόκειτο να το χρησιμοποιήσουμε. Εκείνη όμως, σαν να μην άκουγε τα λόγια του, βγάζει και του δίνει ένα εκατοστάρικο. Στην συνέχεια εξαφανίζεται και σε λίγο χάνεται προς του Πετράκου και την Τρίπολη, αφήνοντας κατάπληκτους και πανευτυχείς τους δύο τεχνίτες. Και δικαιολογημένα, αφού ένα καινούργιο σαμάρι κοστίζει  πενήντα δραχμές και εκείνοι για ένα άχρηστο κρατούνε στο χέρι ένα ολόκληρο εκατοστάρικο. Γι αυτό και η απροσδόκητη αυτή επίσκεψη τους έχει ελαφρώς μεθύσει. Έτσι μεθυσμένη είναι και η απόφαση που παίρνουν. Αφού τα χρήματα είναι έξω από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, είναι ελεύθεροι να τα ξοδέψουν διασκεδάζοντας με τους φίλους τους στην ταβέρνα. Ήπιαν λοιπόν και διασκέδασαν αρκετά οι φίλοι εις υγείαν της όμορφης κυρίας εκείνη την βραδιά. Όμως δεν ήταν γι αυτούς η πρώτη τους φορά, αφού όλοι τότε έτσι εύρισκαν την χαρά σε απλά και φτωχικά. Και τα γέλια σε μικρούς και μεγάλους ήταν πολύ φθηνά. Τώρα όμως, αν και διαθέτει ο άνθρωπος αρκετές ανέσεις και πλούσια αγαθά όμως τί κρίμα!!! Όλα της γης τα όμορφα τ αφήνει μακριά. Γι αυτό τα γέλια και την χαρά τα βρίσκεις στην ζωή σαν σε μαύρη αγορά. Η ιστορία αυτή μαζί με πολλές άλλες γι αυτούς φιλοξενούνται στα βιβλία της Αρετής. 

2η version

Άδικα κάθε μέρα ψάχνω στην επικαιρότητα για κάποιο ευχάριστο θέμα. Αυτές οι ειδήσεις έχουν βαλθεί και επί μονίμου βάσεως να μας ραγίσουν την καρδιά. Κάθε μέρα κατακλύζω την ζωή μας νέα παγκοσμίου ενδιαφέροντος, κουβάρια ειδήσεων, που του κάκου ψάχνεις για κάποια υπεύθυνη και ευχάριστη άκρη. Και μένεις πικρά να περιμένεις. Όμως και παλιότερα υπήρχαν παρόμοιες καταστάσεις: ανασφάλειες, φτώχεια, άνεργες, αδιέξοδα…. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι δεν είχαν καταχωνιάσει το κέφι τους στο ντουλάπι της καρδιάς τους, με αποτέλεσμα να βρίσκεται το χαμόγελο στην μαύρη αγορά ακόμα και στα μικρά παιδιά. Έπαιρναν την ζωή τους απ την ευχάριστη πλευρά και ζούσαν σαν μεγάλα παιδιά. Έτσι με τον ήλιο της χαράς έδιωχναν τα μαύρα σύννεφα της απελπισίας και έκαναν τα πικρά γλυκά. Καθώς δε, βρίσκομαι επί μονίμου βάσεως φιλοξενούμενη στο σπίτι μου και ανακατεύω τα σεντούκια των αναμνήσεων σκέφτηκα μήπως οι χαρούμενες ιστορίες που βρίσκονται φυλαγμένες εκεί διώξουν σε κάποιους για λίγο την μούχλα της φυλακισμένης και φοβισμένης ζωής μας, όπως όμορφη ιστορία του Κλέαρχου. 
Είναι καλοκαιρινό απόγευμα του 1952. Ο Κλέαρχος βρίσκεται στο μαγαζί του με τον συνέταιρο του. Ο ίδιος εκείνη την στιγμή έφτιαχνε τον ξύλινο σκελετό του σαμαριού και ο Γιώργος, αυτό ήταν το όνομα του συνεταίρου του, γέμιζε την στρώση. Ξαφνικά την ρουτίνα της δουλειάς τάραξε η εμφάνιση μιας αιθέριας και σπάνιας παρουσίας για την εποχή γυναικείας μορφής. Η γυναίκα βγήκε από ένα πανάκριβο αυτοκίνητο. Με κόπο δε και μεγάλη προσπάθεια κατέβαινε το χωριάτικο και με πέτρες μονοπάτι που οδηγούσε στο μαγαζί. Δεν την βοηθούσαν τα πανύψηλα τακούνια της και το εφαρμοστό, καλό ραμμένο και ακριβό φόρεμά της. Ο Κλέαρχος και ο Γιώργος έμειναν να την χαζεύουν. Εκείνη πλησιάζει και βγάζοντας το καπελάκι της χαιρέτησε με περισσή ευγένεια. «Σε τί οφείλουμε την τόσο ευχάριστη επίσκεψη;» ζήτησε να μάθει ο Κλέαρχος. «θα ήθελα ένα σαμάρι.» απάντησε εκείνη δειλά. «ευχαρίστως, πήρε τον λόγο ο Γιώργος, αλλά πού είναι το ζώο να του πάρω τα μέτρα;» «δεν έχω ζώο, απάντησε εκείνη στον ίδιο τόνο, αλλά το θέλω για αντίκα» «κυρία μου, άρχισε να της λέει ο μάστρο Γιώργος προβληματισμένος, φτιάχνουμε σαμάρια για γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα. Για αντίκα δεν έτυχε να μας ζητήσει κανείς γι αυτό δεν ξέρω. Λυπάμαι.» Ο Κλέαρχος όμως που στο μεταξύ παρακολουθούσε αμίλητος γυρίζει και λέει επιτακτικά στον Γιώργο. «δώσε σε παρακαλώ ένα μεταχειρισμένο, η κυρία το θέλει για στολίδι.» Εκείνη κατά χαρούμενη ευχαρίστησε με το βλέμμα της και περίμενε να πραγματοποιηθεί η προσταγή του. Αμέσως ο Γιώργος πήρε ένα σαμάρι απ τα αζήτητα και αφού το ξεσκόνισε καλά το μετέφερε στο αυτοκίνητο. Εκείνη κατά χαρούμενη ρώτησε για την τιμή «δεν κάνει τίποτα, της απάντησε ο Κλέαρχος, φτάνει που ομορφήνατε για λίγο το χωριό μας και τιμήσατε για λίγο το μαγαζί μας. Εμείς έτσι και αλλιώς δεν θα το χρησιμοποιούσαμε.» Εκείνη σαν να μην άκουσε τα λόγια του, έβγαλε και του έδωσε ένα κατοστάρικο. Τους ευχαρίστησε και σε λίγο το αυτοκίνητο χάθηκε προς την Τρίπολη αφήνοντας κατάπληκτους και ενθουσιασμένους τους δύο τεχνίτες. Και δικαιολογημένα….κάθε καινούργιο σαμάρι κοστίζει  πενήντα δραχμές. Όμως η απροσδόκητη αυτή επίσκεψη τους είχε ελαφρώς μεθύσει. Κρατούσαν στο χέρι ένα κατοστάρικο για ένα άχρηστο σαμάρι. Έτσι μεθυσμένη ήταν και η απόφαση που πήραν: τα χρήματα αυτά ήταν έξω από τον κανονικό προϋπολογισμό, επομένως ήταν ελεύθεροι να τον διαθέσουν διασκεδάζοντας με τους φίλους τους το βράδυ στην ταβέρνα. Πέρασαν μια αξέχαστη βραδιά με τους φίλους τους εις υγείαν της όμορφης κυρίας που ήθελε το άχρηστο σαμάρι για αντίκα. Μαζί τους χάρηκε και όλη η αγορά, συνηθισμένη σε τέτοια χαρούμενα περιστατικά και πειράγματα.

Διαβάστε περισσότερα...