Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Πορεία μιας παλιάς δασκάλας σε τρεις σταθμούς

Της Καστριτισσας δασκάλας Αρετής Καβάσσαλη – Αναστασοπούλου

 Α’ Σταθμός απ ’το όνειρο και της πορεία στο διορισμό και την Αμυγδαλιά.

 Το κουδούνι της πόρτας ξαφνιάζει την Διάνα. Ο ταχυδρόμος της δίνει ένα ασυνήθιστο φάκελο. Μετά από ένα γρήγορο ευχαριστώ πολύ με χέρια τρεμάμενα από την ταραχή που της έφερε η χαρούμενη υποψία το άνοιξε. Και ναι! Δεν ξεγελιέται… της φέρνει τον διορισμό της. Ένα ευχαριστώ Θεέ μου της βγαίνει από το φυλλοκάρδι της και σωριάζεται στο διπλανό καναπέ. Για πολλή ώρα μένει να συλλογιέται και να χαίρεται. Να κλαίει και να γελάει. Το όνειρο με το τώρα μπερδεύονται στο μυαλό της. Όλο της το είναι πλημμυρίζει από πρωτόγνωρα γλυκά αισθήματα. Το νέο της χωριό το λένε Αμυγδαλιά.

Μετά τους πανηγυρισμούς και τις πρώτες συγκινήσεις αρχίζει να σκέφτεται για το ταξίδι..., Αν και οι ετοιμασίες αυτές έχουν αρχίσει από πολύ νωρίς. Από την πρώτη Δημοτικού και Γυμνασίου. Εκείνη όμως η αχειροποίητη βαλίτσα του μυαλού της έφερε κάποια στεναχώρια. Είναι αρκετά φτωχή. Σαν παιδί της κατοχής και της ανέχειας όπως άλλωστε και τα 23 παιδιά που απεφοίτησαν από την 8η τάξη του 8τάξιου Γυμνασίου δεν είχαν την δυνατότητα για περισσότερα. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Δύο χρόνια όλα και όλα. Τι να προφθάσεις να μάθεις. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με κείνο της καρδιάς. Εδώ υπάρχει κάτι σπουδαίο: Να δοθεί στο παιδί Χριστός και Ελλάδα! Και επειδή αυτό είναι στην καρδιά, είναι πηγαίο χρειάζεται μόνο ένα θέλω και γίνονται θαύματα. Άλλωστε τότε βοηθούσε και η πολιτεία στην επίτευξη του σκοπού αυτού. Έπειτα τα παιδικά μάτια, επειδή ο Θεός μαζί με τα λουλούδια και τον έναστρο ουρανό τα άφησε στον Αδάμ έξω από τον παράδεισο για παρηγοριά έχουν απλήρωτη αξία. Έτσι με προσοχή θα προσπαθήσει να μην γίνει αφορμή να τσαλακωθεί ποτέ η παιδική ψυχή. Για τα υπόλοιπα θα προσπαθήσει ν’ ανταποκριθεί αφού υπάρχουν και βοηθητικά βιβλία.Τις υπόλοιπες μέρες βάλθηκε να ετοιμάσει τα προσωπικά της χρειαζούμενα.

Και η μέρα του ταξιδιού έφτασε. Επρόκειτο να ταξιδέψει και με πλοίο. Σε ορισμένη μέρα και ώρα μαζί με τους άλλους ταξιδιώτες με τις βαλίτσες στο χέρι και αυτοί. Και νάτη τώρα στο κατάστρωμα αγναντεύει την απεραντοσύνη της θάλασσας. Αισθάνεται τόσο όμορφα καθώς το πρωινό μαγιάτικο αεράκι της χαϊδεύει το πρόσωπο. Όπως πολλές φορές κάνει όμορφη παρέα με τον εαυτό της. Ο νους της ανερώτητα τρέχει εδώ και εκεί. Για μια στιγμή σκάλωσε σε κάτι ζωντανό και δυνατό. Αντικρίζει κάπου στο βάθος του χρόνου την πρώτη της δασκάλα. Την κυρία Βασιλική. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Όμως μαζί της ήταν πολύ καλή και γι’ αυτό την αγάπησε πολύ και τώρα ακόμη και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Θυμάται πολλές φορές το βλέμμα της να πέφτει πάνω της με μια παιδική τρυφεράδα. Άλλοτε πάλι την χάιδευε με το γλυκό της χαμόγελο. Και τότε εκείνη έτρεχε να βρει τρόπο να κουρνιάσει κοντά της και αμέσως ένιωθε ανάλαφρα, όμορφα. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που η μανούλα της είχε φύγει για τον ουρανό. Ίσως γι’ αυτό θέλησε να γίνει σαν εκείνη και να σκορπά χαρά σ’ όλα τα παιδιά. Όμως στην πορεία της κόβονταν τα φτερά και ήταν πάντα στεναχωρημένη. Μα πώς να σε στείλω παιδί μου στο Γυμνάσιο της αντίτεινε ο πατέρας της θλιμμένα. Πώς να σε στείλω παιδί μου αφού δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Πώς ν’ αφήσω ένα παιδί μακριά μου αφού τόσους μήνες λείπουμε από το Άστρος στο Καστρί. Όμως τί τα θες, πάντα γίνονται θαύματα. Η κλαψιάρικη επιμονή η δικιά της, το μεγάλο ενδιαφέρον της δασκάλας της και η αδυναμία που της είχε ο πατέρας της ξεπέρασαν όλα τα εμπόδια και νάτην με τον διορισμό στο χέρι.

Και ήρθε η ώρα να αποχαιρετίσει τα μαθητικά της χρόνια, τους δασκάλους, την κυρία Βασιλική, τους καθηγητές και την μαθητική ζωή. Βρίσκεται στο κατώφλι του Α’ σταθμού της διδασκαλικής της πορείας. Μακάρι να φανεί συνεπής στις υποσχέσεις που είχε δώσει στον εαυτό της. Το πλοίο ξένο σε ό, τι συμβαίνει στο μυαλό και την καρδιά της Διάνας συνεχίζει το δρόμο του και κάποτε φθάνει στο λιμάνι. Με την βαλίτσα στο χέρι βρίσκεται στην προκυμαία. Για μια στιγμή την πλησιάζει ένας άγνωστος.

- Μήπως είσθε η Διάνα Χρονοπούλου;
-Μάλιστα του συστήθηκε εκείνη καλοσυνάτα.
- Είμαι ο Πέτρος Γεωργίου έρχομαι εκ μέρους του κ. Προέδρου της κοινότητας για να σας εξυπηρετήσω. Έχω φέρει και το άλογο.
- Ευχαριστώ πολύ, τον ευχαρίστησε καθώς εκείνος άπλωνε το χέρι του παίρνοντας του την βαλίτσα της.

Πάνω στο κόκκινο άλογο η Διάνα παρατηρούσε το άγνωστο για εκείνη τοπίο.
- Θέλω να μάθω κύριε Πέτρο για τα παιδιά που τ’ αγάπησα πριν τα γνωρίσω και για το καινούριο μου χωριό την Αμυγδαλιά που το νιώθω πια δικό μου.
Μεταξύ άλλων της είπε με φανερή ικανοποίηση εκείνος λεπτομέρειες για το καινούριο σχολείο που έχει γίνει στο χωριό με χρήματα του Ελληνοαμερικάνου Παύλου Παπαδόπουλου. Είμαστε και ( για να συμπληρώσει ) πολύ χαρούμενοι που ήλθατε και θα έχουν τα παιδιά την δική τους δασκάλα. Έτσι θα πάψει η ταλαιπωρία του πήγαινε έλα στο διπλανό χωριό των παιδιών και των γονέων.

Ο ήλιος εν τω μεταξύ σιγά σιγά χάνεται πίσω από το βουνό απλώνοντας στην θάλασσα τα χίλια χρώματά του που κρύβει η ασύλληπτη ομορφιά του. Γύρω πλανιέται μια μυρωμένη απαλάδα. Μερικά προβατάκια βοσκούν αμέριμνα θυμίζοντας στην Διάνα κάτι άλλα που περιμένουν τον δικό τους τσοπάνη. Και μια θερμή ευχή βγαίνει από την ολόχαρη ψυχή της:
-Θέε μου κάνε με σε παρακαλώ ένα δικό σου τσοπάνο με σπλαχνικό στα λογικά σου πρόβατα.

Από μακριά αγνάντεψε το αγαπημένο της χωριό την Αμυγδαλιά φέρνοντας στο μυαλό της χαρά και ερωτηματικά.

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Σταθμός β’ : « Η Διάνα, το σχολειό, τα παιδιά και η Αμυγδαλιά»

Η Διάνα συνεχίζει να δουλεύει μέσα κι έξω απ’ το σχολείο χωρίς ανάσασμα. Γι’ αυτό δεν άργησαν να γεμίσουν τα παράθυρα γλάστρες και ο κήπος λουλούδια. Και ανάμεσα σ’ όλα αυτά μια ολοζώντανη λουλουδένια ζωγραφιά εκείνη της Διάνας με τα παιδιά. Μαζί τους πολλές από τις ελεύθερες ώρες της περιδιάβαινε τους δρόμους στο χωριό και γύρω απ’ αυτό, συζητώντας μαζί τους απλά και αγαπητικά σαν μάνα με παιδιά.
 Ιδιαίτερη εντύπωση είχε κάνει στην Διάνα εκείνη η λαχτάρα των θηλυκών προβάτων που έτρεχαν το βραδάκι από την βοσκή βελάζοντας για να συναντήσουν το συντομότερο τα μικρά τους πεινασμένα ολημερίς παιδιά τους και να τα ταίσουν. Έπειτα ώρες ολόκληρες μιλούσαν για την υπακοή και την τάξη των μελισσών, την εργατικότητα των μερμηγκιών, την νοημοσύνη των χελιδονιών αλλά και την αμεριμνησία των τζιτζικιών. Άλλοτε πάλι απολάμβανε μαζί τους τ’ απαλά δειλινά, τα φεγγαρόλουστα βραδινά και τις κατακόκκινες ανατολές. Με όλα αυτά και με άλλα πολλά επιθυμούσε η Διάνα να τα φέρει κοντά στην φύση και την αγάπη του Δημιουργού της. Μα και για κάτι άλλο πιο ουσιαστικό. Να τα κάνει να αγαπήσουν τον τόπο τους και να μείνουν για πάντα εκεί. Μα και αν απλώσουν κάποια τα κλαδιά τους μακριά να μην λησμονήσουν την Αμυγδαλιά: το δέντρο που τους χάρισε τους πρώτους χυμούς τους.
Ακόμη με τις συγκεντρώσεις προσπαθούσε να φέρει τους γονείς πιο κοντά στα παιδιά και τα προβλήματά τους. Αλλά και τις νέες προσπαθούσε να τις βοηθήσει να επιτύχουν στην ζωή τους σαν σύζυγοι και μητέρες. Ίσως όλες εκείνες οι προσπάθειες της Διάνας φαίνονται υπερβολικές. Όμως ήταν άλλες εκείνες οι εποχές. Οι άνθρωποι τότε δεν είχαν βγει έξω από το χωριό τους, οπότε οι εμπειρίες της ζωής τους. Ήταν ελάχιστες και τα εφόδιά τους λιγοστά. Γι’ αυτό και οι επισκέψεις της Διάνας στα σπίτια τους ήταν καλοδεχούμενες και οι καλοπροαίρετες συμβουλές της ευπρόσδεκτες. Για τον λόγο αυτό η Διάνα ήταν αγαπητή σε μικρούς και μεγάλους. Αλλά και με χαρά έτρεχαν στις εκδηλώσεις και εορτές του σχολείου οι οποίες τους έμεναν αξέχαστες.

 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 Σταθμός γ’ : « Η Διάνα αποχαιρετά τα σχολικά της χρόνια που πέταξαν σαν τα χελιδόνια»

Αυτή περίπου ήταν η ζωή της Διάνας στην Αμυγδαλιά.
 Ο ένας χρόνος έδινε την θέση του στον άλλον και εκείνος αντέγραφε τον προηγούμενο σε κέφι και δράση. Έτσι λοιπόν κύλησαν πέντε (5) ολόκληρα χρόνια.
 Αγάπησε πολύ την Αμυγδαλιά και τα παιδιά. Θα ήθελε λοιπόν να μείνει περισσότερο. Νόμιζα ότι ήλθε χθες και να! Τώρα ετοιμάζεται να φύγει και ετοιμάζεται να φύγει για άλλη περιοχή. Για άλλα σχολεία.
 Φεύγει και αφήνει πίσω της τα πιο όμορφα και δροσερά της χρόνια. Το καλύτερο κομμάτι της ζωής της, παίρνοντας μαζί της αναμνήσεις γλυκές και πικρές.
 Άλλαζε λοιπόν περιβάλλον και σχολείο και ζωή....
Τώρα οι ώρες της περνούν διαφορετικά με τους άλλους συναδέλφους. Ευχάριστα; Και ναι και όχι. Είναι ευχάριστο να συναναστρέφεσαι με ανθρώπους με κοινούς στόχους και προβλήματα. Όμως η αρμονική συνεργασία έχει ανάγκη και από πολλές υποχωρήσεις τις οποίες θυμάται η Διάνα τα κατοπινά χρόνια....

 Εκείνο όμως που αληθινά αρχίζει να στεναχωρεί την Διάνα είναι το ότι χάνει σιγά σιγά την πρώτη της φλόγα και ορμή. Υπάρχει διάθεση, αλλά η σωματική της δύναμη όλο και υποχωρεί. Να! Δεν μπορεί τώρα να τρέξει με τα παιδιά στα διαλείμματα. Να παίξει μαζί τους το σχοινάκι και την μέλισσα.
 Οι λευκές τρίχες στα μαλλιά της όλο και πληθαίνουν. Όμως έχει όπλο της την πείρα και ζεσταίνει τα παιδιά με την πνευματική της ακτινοβολία.
 Τριανταπέντε (35) ολόκληρα χρόνια φτερούγησαν και χάθηκαν στον ωκεανό της αιωνιότητας. Και το έγγραφο του διορισμού αντικατεστάθη με εκείνο της παραιτήσεως.
 Ο ήλιος της ζωής έγειρε...
Η Διάνα με το χαρτί στα χέρια αναπολεί τα περασμένα. Κοιτάζει πίσω τον δρόμο της ζωής και δεν μπορεί να πει πως είναι απολύτως ευχαριστημένη. Έκανε αρκετά. Θα μπορούσε όμως να κάνει περισσότερα. Θα έπρεπε ασφαλώς ν’ αποφύγει και αρκετά λάθη. Πώς ήθελε αλήθεια να γίνει πάλι δασκάλα! Ν’ αρχίσει από την αρχή. Ήθελε μαζί με την αγάπη της στην αποστολή της να έχει και την πείρα. Μακάρι να μπορούσε να βρεθεί ψηλά. Η φωνή της δυνατή να γίνει πιστευτή απ’ όλους. Πώς δεν υπάρχει ομορφότερος δρόμος από εκείνον της δασκάλας. Δίνει νόημα στην ζωή και περιεχόμενο. Όσο και αν προσπαθήσει ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει να επιτύχει μεγαλύτερη τιμή από τον τίτλο του δασκάλου και να μπορεί να λέει και αυτός στον ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΤΕΡΑ:
 «Ους δέδωκας μοι εφύλαξα αν» τα παιδιά που μου έδωσες τα πρόσεξα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου