Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

ΠΟΥΡΝΑΡΙΕΣ ΓΚΟΡΤΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΑΝΕΣ

Τo Ξεροκάμπι...Κάπου στο βάθος
μαντεύει κανείς τα Χτίρια
Γράφει ο Βασίλειος Ε. Σπανός 

 Η μάνα του Γιάννη, ραπτομηχανή. Απ'  την  Οικοκυρική Σχολή Λαμπρενας. Ο πατέρας του χτίστης. Τετάρτη δημοτικού. Το κρασί άρεσε πολύ στον πατέρα του. Όταν σωνότανε το δικό τους έστελνε τον Γιαννάκη και του αγόραζε στήν θεια Γιαννούλα. Εκατό οργιές μακρυά. 

Έξυπνη καλοσυνάτη η θεια Γιαννούλα. Κυρία. Δέν ανακατευότανε σε κουτσομπολιά. Πήγαινε τό πρωί τό γάλα στήν παρέα και μετά σπίτι. Είχε και τους γέρους να φροντίσει. Εκατό δρασκελιές μακριά, αλλά για νά πάει ο Γιάννης ως εκεί, είχε ανοίξει δρόμο σε ξένα γεννήματα. Αυτή του γέμιζε το μπουκάλι και τον φίλευε αχλάδια. Γινομένα ζουμερά αχλάδια που τά έφερνε από τά Χτίρια. Πέρναγε δυο-τρεις ημέρες. Μετά μούρα. Νόστιμα μούρα από του Κυριαζή τις μουριές...

 Ένα σαββατόβραδο ο πατέρας λέει της μάνας: 
-Αύριο θα πάμε νά σπείρουμε στά Χτίρια. 
 Είχε ακούσει τον πατέρα του να μιλάει για τα Χτίρια πολλές φορές και όλο τον έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι είναι αυτά τα Χτίρια. Είχε φτιάξει μιά εικόνα, με μεγάλα κτίρια μέσα σε περιβόλια με αχλαδιές. 
-Αύριο θά έρθω καί γώ μαζί σου-λέει στον πατέρα του.
 -Ναρθείς, αλλά μή μου πείς κει πάνω που θά πάμε, ότι θέλεις να φύγουμε αρον-άρον; Θα κάτσουμε μέχρι νά νυχτώσει. 

Το πρωί έλυσε ο πατέρας το βασταγό απ το παχνί, φόρτωσε στο ένα πλευρό το αλέτρι και ένα ξινάρι στενό, στο άλλο το σακί με το σπόρο, την τσώτρα με το κρασί από τη θεια Γιαννούλα,το ταγάρι με το μεσημεριάτικο, έβαλε τον Γιάννη πισωκάπουλα και αυτός και η μάνα με τα πόδια, ξεκινήσανε για τα Χτίρια. Μπροστά ο πατέρας, πίσω η μάνα. Δρόμοι στενοί. Μουλαρόδρομοι, ανηφόρες. Άιντε και άιντε φτάσανε σε κάτι χωράφια. Ξεκαβαλάει ο Γιάννης, ξεφορτώνουνε τη βασταγούρα. 
-Πατέρα πού ναι τα Χτίρια;
-Εδώ που είμαστε. 
-Και πού είναι τα σπίτια, η εκκλησιά, το σκολειό; 
-Τί σπίτια και σκολειό μου κουβεντιάζεις; Εδώ είναι μόνο χωράφια, πουρναριές γκορτσιές και αφάνες. Και λίγες αχλαδιές εκεί της θεια Γιαννούλας που αγοράζουμε κρασί.
 -Γιατί δεν τα λέμε πουρναριές, ή γκορτσιές ή αφάνες, αλλά τα λέμε Χτίρια;
-Δεν τακούς καλά. Δεν τα λέμε Κτήρια, αλλά Χτίρια. 
-Γιατί τα λέμε Χτίρια;
 -Ωχ συ θα μου βγάλεις τη ψυχή. Να δούμε πότε θα σπείρουμε.
 -Πατέρα εγώ μπορώ να περάσω και χωρίς ψωμί. Μού φτάνει να μαθαίνω. 
-Να μαθαίνεις, αλλά με την κοιλιά άδεια δεν μπορείς να μάθεις τίποτα. Άσε τώρα να κάνουμε και καμπόση δουλειά γιατί τον χειμώνα θα μου λες πεινάω. 

Άφησε τον Γιάννη και πήγε να ζέψει τη γαϊδούρα. Η μάνα έβγαζε βορβούς στα γειτονικά χωράφια με το στενό ξινάρι και ο Γιάννης έψαχνε για κοσυφοφωλιές.
 Ήρθε το μεσημέρι, κάτσανε κάτω απ τή γκορτσιά, να φάνε. Τα γκόρτσα χάμω στρώμα. Πάνω απλωμένη η φημερίδα, παξιμάδια βρεμένα, ελιές, τυρί και η τσότρα από κοντά. Τα πάντα. Απόλαυση. 

Το σπίτι του μπαρμπα Αλκίδη 
 όπως είναι σήμερα 
Πάνω που κολατσίζανε, να σου ο Μπάρμπα Αλκίδης με μια μουτζήθρα.
-Πως τα πάτε ρε ανιψούδια; 
-Δόξα τω Θεώ μπάρμπα καλά. Εσύ πώς περνάς εδώ πάνω μονάχος; ρωτάει ο πατέρας. 
-Δόξα τω Θεω πολύ καλύτερα από το χωριό. 
-Και πού πηγαίνεις για εκκλησιασμό; ρωτάει ο Γιάννης. 
-Δίπλα στον κήπο μου. 
-Και άνευ παπά και ψάλτη; 
-Δεν μού χρειάζονται παιδί μου. Εκεί κάθουμαι σε μια πέτρα και μιλάω με τον Θεό. 
-Είναι και ο Θεός εκεί; 
-Αμ´ πού είναι. Στα λάχανα είναι, στις κολοκυθοκορφάδες είναι, στις μέλισσες είναι. Στα αρνάκια μου και σε όλα ένα γύρω που φυτρώνουν, ανθίζουν, βγάζουν καρπούς, τούς σπέρνουν τριγύρω και μετά πεθαίνουν..... Φτούνη τη γαϊδούρα την είχες από καιρό ανιψιέ; 
-Πέρυσι την πήρα από τον γείτονα τον Κουνουφόγιαννη τον Τσαμπάση. Τούδωσα ένα παλιομούλαρο κλωτσιάρικο και κάτι ακόμα και πήρα τούτο το βασταγό. Καλό μου βγήκε το παίρνει η Δημήτρω και φέρνει κάστανόκλαρες από τού Σαϊτά για τα ζωντανά. Φέρνει και νερό, από τη βρύση του Λογοθέτη. Με τα βαρέλια που της έφτιαξε ο γερο Στριφτόμπολας. 
-Ζει ο Γιάννης; 
-Ναι αμδά ; Εκεί όλο βλστήμια είναι και την μαύρη την Ειρήνη δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί. Όλα από εκείνη τα περιμένει. Διαταγές- διαταγές. Φέρε το κρασί μωρή από το υπόγειο, σίμπα τη φωτιά και πήγαινε στα Μπακουρέκα, να ειπείς του γέρο Κώτσιου να ρθεί για την ξερή....

 Εκείνοι λέγανε και το μυαλό του Γιάννη αλλού: Χτίρια ή Κτήρια; 
-Ρε πατέρα ο μπάρμπας, μιά ζωή εδώ πάνω θα ξέρει για τα Χτίρια. 
-Θα μ´ αφήσεις να πάει μια μπουκιά μέσα μου; Δεν ρωτάς και τον δάσκαλο; 
Παρεμβαίνει ο μπάρμπα Αλκίδης
-Άκου ανηψιούδι; Στο σπίτι σας πάνω από την εξώπορτα, είναι μια μαρμαρένια πλάκα πού την έχει βάλει ο παππούλης σου, ο μακαρίτης όταν το χτίζανε. Εκεί μού φαίνεται πως έχει γράψει κάτι που μπορεί να σου μάθει πολλά.

Έγειρε ο ήλιος, ήρθε απόγιομα, τα μάζεψαν και άιντε-άιντε, πήρανε την κατηφόρα να γυρίσουνε στο χωριό. Απέναντι ο Αγιώργης του Μπερνορή. Κόσμος πολύς και τα ρέματα βουϊζανε από τα όργανα το κλαρίνο του Τσούλκα και το λαούτο του Γιατρίδη,του Παναγιώτη. Ο Γιάννης δεν χόρταινε την χαρά της ζωής. Στο ποτάμι ποτίσανε τη γαϊδούρα, που είχε σκάσει για νερό. Ανηφορίζοντας, σταματάει ο πατέρας το βασταγό και δείχνει έναν βράχο. 
-Τον γλέπεις Γιάννη τούτο τον βράχο, είναι ο Βράχος του Αναστάση. Όταν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια γερνάνε και δεν τα χρειαζόμαστε πλιά, εκεί τα πετάμε. Τα σούρνουμε στην άκρη το αμπέλι, δύο σπρωξιές και τα μουλάρια κυλάνε στον γκρεμό. Πάνε να συναντήσουν τα οστά των παππούδων τους. 
Άν δεν τα έχουν φάει οι αλεπούδες. 
-Α είναι σαν "ΟΙΚΟΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ ΧΑΝΙΩΝ"
-Ο Βράχος του Αναστάση είναι. 
-Και τα κλαρίνα και τα λαούτα γιατί βαράνε;  
Του Γιάννη κάπως του κακοφάνηκε η άλλη πλευρά της ζωής. 

Περάσανε μετά από το λυμπερέικο αλώνι και να πού φτάσανε στο πατρικό τους. Στην εξώπορτα η γιαγιά Μάρθα, με μια κανάτα και ένα κύπελλο, κέρναγε τούς μπαϊλντισμένους περαστικούς και τις μανάδες, που ζαλωμένες τα βασαγάρια με ξύλα για το φούρνο, εκείνη τήν ώρα γυρίζανε απ τη παιδεμάρα τους. Έδωσε και του Γιάννη την κούπα. Σηκώνει το κεφάλι για να ρουφήξει και πέφτουν τα μάτια του στην πλάκα τού παππούλη : 


ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΜΟΥ,ΑΥΡΙΟΝ ΕΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΤΙΝΟΣ 

Τότε έβγαλε ο μικρός ο Γιάννης το συμπέρασμα : "Χτίρια" είναι όλες γενικώς οι ιδιοκτησίες, που έχουν μια παραξενιά: Να μην είναι ιδιοκτησίες... 
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

Το ιστορικό του Καράτουλα (Μέρος Α΄)

Γράφει ο Βασίλειος Ε. Σπανός


Φαίνεται πως ο τόπος μας κατοικήθηκε αρχικώς από τέσσερους οικιστές, χωρίς να είναι ξεκάθαρη η σειρά με την όποία αυτοί τον εποίκησαν. Οι εξής :

Μαρινάκος από την Μάνη. Πρέπει να ήταν βαγενάς. Πρόγονος των βαγενάδων Χρυσογενέων και Στριφτομπολέων. Αυτός ο Μαρινάκος έφερε από την Μεσσηνία την καλλιέργεια της συκιάς, του αμπελιού,της αχλαδιάς, μηλιάς, ίσως της κερασιάς και κυρίως της μουριάς. 

Αυτός εδίδαξε στον τόπο και την σηροτροφία.Αυτός είναι και ο λόγος που το χωριό είνα γεμάτο μουριές. Μπορεί σήμερα οι λίγες μουριές να έχουν απομείνει παραμελημένες, αλλά την εποχή εκείνη έχαν μεγάλη αξία. Άξιζαν πιό πολύ από το περιβόλι μέσα στο οποίο ήσαν φυτεμένες.

 Όταν ο γονιός προίκιζε την θυγατέρα του της έδινε ένα κάποιο ποτιστικό περιβόλι α ´και μια μουριά που είχε σε ένα περιβόλι β´. Για να μήν υπάρχουν διεκδικήσεις που προέκυπταν, ο γονιός έδινε στο γαμπρό το διαίωμα να περνά μέσα από το περιβόλι που δέν του ανήκε, για να μαζέψει τα μουρόφυλα και τα μούρα, από την μουριά που του ανήκε κληρονομικό δικαιώματι. Τα φύλα για τα αρνάκια της λαμπρής κα τα μούρα για τα θύματα της αποκριάς, τα γουρούνια. Με τα ξύλα της μουριάς, οι βαρελάδες Μαρινακέοι έφτιαχναν και εμπορεύονταν νεροβάρελα, τσώτρες του κρασιού και κανάτες για το τραπέζι. Τα βαρέλια και τά άλλα τα πήγαιναν πρός πώλησιν πρός της Μηλιάς τον κάμπο όπου παρέμεναν εργαζόμενοι καθ´ όλη την διάρκεια του θέρους. Εκεί δημιουργούσαν μικρά εργοτάξια όπου εκτός από την κατασκευή, επισκεύαζαν και τα προϊόντα.
 
Συνεχίζεται...

Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Καφενείον το: «<ΝΕΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ» Μανώλη Χωραίτη 1925-1940

Θυμάται, νοσταλγεί και γράφει η Καστρίτισσα δασκάλα Αρετή Καβάσσαλη – Αναστασοπούλου 

Κατηφορίζοντας από το Γυμνάσιο προς τον Άγιο Βλάση και σε μικρή απόσταση υπάρχουν τα ερείπια ενός χαλάσματος θαμμένου στα χόρτα και τα βάτα. Σε τίποτε δεν θυμίζει το πανέμορφο σπίτι του Χωραΐτη με το παραδεισένιο κήπο, το αγκαλιασμένο με τ’ αγιόκλημα και στολισμένο με τις πολύχρωμες γλάστρες. 

 Καθώς λοιπόν άνοιξα αυτές τις μέρες το βιβλίο του Βασίλη Τόγια: Τα Καστρίτικα , τόμος Γ’ η καρδιά μου περπάτησε στο πνεύμα της παλιάς εποχής. Και ανάμεσα στ’ άλλα ξαναθυμήθηκα την ξεχασμένη σε πολλούς παλιούς Καστρίτες και άγνωστη στους νεότερους, την ιστορία του Μανώλη Χωραΐτη. Επιβάλλεται νομίζω να την ξαναθυμηθούμε και να την γνωρίσουν όσοι απ’ τους νεότερους ενδιαφέρονται για την αξιόλογη παράδοση αυτού του πανέμορφου τόπου. Ο Χωραΐτης λοιπόν, δεν ήταν Καστρίτης. Ήταν από την Μεσσηνία, γιος του γραμματέα του Ειρηνοδικείου που τότε υπηρετούσε στο Καστρί. Ο Μανωλάκης λοιπόν παντρεύεται την Καστρίτισσα Δοξούλα αδερφή των μεταναστών Μέγγου, στο Σικάγο της Αμερικής, οι οποίοι είχαν αγοράσει στην πλατεία το οίκημα του δικηγόρου Ιωάννη Καλούτση. 

 Έτσι ο Μανωλάκης ανέλαβε την διαχείριση του δικού του πλέον οικήματος. Η άριστη κατασκευή του και η άψογη υπέροχη και ασυνήθιστη για την εποχή επίπλωσή του το έκανε καμάρι του χωριού και όλης της περιοχής. Το ανώγειο το μετέτρεψε σε ξενοδοχείο ύπνου Α΄ κατηγορίας. Το ισόγειο δε, το ήδη υπάρχων καφενείο το ανακαίνισε και το πλούτισε με προσφερόμενα γλυκά και ποτά που έκαναν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά. Έξω δε και πάνω από την πόρτα τοποθέτησε μια υπέροχη επιγραφή, δικό του έργο. Καφενείο Το ΝΕΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ». 

 Σ’ αυτό το καφενείο κατά την 15ετίαν 1925-1940 γίνονταν κατά καιρούς οι ονομαστές Καστρίτικες χοροεσπερίδες. Μερικές φορές οι χοροεσπερίδες αυτές έπαιρναν και επίσημο χαρακτήρα. Τότε η συμμετοχή γινόταν με προσκλήσεις και η αμφίεση ήταν καθιερωμένη: Σκούρο κουστούμι και γραβάτα για τους άντρες και βραδινή τουαλέτα για τις γυναίκες. Την σοβαρότητα δεν αυτών των χοροεσπερίδων την σφράγιζε η παρουσία της ορχήστρας των αδερφών Καπράνου: «ΟΡΧΙΣΤΡΑ ΑΔΕΡΦΩΝ ΚΑΠΡΑΝΟΥ». Και τότε η αίθουσα του καφενείου γέμιζε ασφυκτικά , από ντόπιους και ξένους παραθεριστές από την ευρύτερη περιοχή και την Τρίπολη. Η όλη δε οργάνωση περνούσε και στις κοινωνικές στήλες των εφημερίδων. Αυτές οι χοροεσπερίδες δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από εκείνες των Αθηναίων σαλονιών. Και όλα αυτά ως το 1940. 

 Για 15 χρόνια η παρουσία της οικογένειας Χωραΐτη ήταν έντονη και ζωηρή στο Καστρί. Τα 6 παιδιά του 4 αγόρια και 2 κορίτσια ήταν το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Ξεχώριζαν δε, στο χωριό από άλλα παιδιά στην εμφάνιση και τον τρόπο ζωής. Το πρώτο γραμμόφωνο που έκανε την εμφάνισή του εκείνη ήταν το δικό του. Και όλη μέρα ακούγονταν στο χωριό τραγούδια ευρωπαϊκά και μοντέρνα. 

 Και έρχεται το 1940. Αλήθεια ποιος τις περίμενε τις τόσες απανωτές καταστροφές και συμφορές; Το σπίτι του Χωραΐτη και το καμάρι της πλατείας μαζί με τ’ άλλα του χωριού έγιναν στάχτη αφήνοντας το καφενείο σε ταλαίπωρη κατάσταση για να θυμίζει τα περασμένα μεγαλεία. Και έρχεται από κοντά εκείνη της πικρής ξενιτειάς ή μαύρη συμφοράς. Αυτή κατάπιε μαζί με του χωριού την ολάνθιστη δροσιά και του Χωραΐτη όλα τα παιδιά. Για να μην φανούν στον τόπο τους ξανά. Έτσι το ορφανεμένο καφενείο έρημο και μονάχο έμενε με μόνη του παρηγοριά του γεροπλάτανου την παγωμένη ερημιά. Και περιμένουν και τα δύο κάποιον απόγονο του Χωραΐτη να φανεί. Και τότε ώ τί χαρά!! Θα ανοιχθεί διάπλατα του καφενείου η αγκαλιά. Αλλά και ο γεροπλάτανος θα τρέξει να γεμίσει με καρέκλες την αγαπημένη και για κάτι καιρούς στους Καστρίτες στερημένη σκιά του. 

Και όλοι εμείς που αγαπούμε ιδιαίτερα τον τόπο μας θα καθίσουμε αγαπητικά με αρχηγό την πάντα άξια πρόεδρό μας Μαρία Κοσμά, που κάνει ό,τι μπορεί για να χαρίσει ομορφιά και ζωή στο αγαπημένο μας Καστρί. Και κάτι ακόμα για την πρόεδρό μας εδώ πρέπει να λεχθεί. Αφού αυτόν τον καιρό δεν άφησε αδιάφορο κανένα στο Καστρί ο κεραυνός που χτύπησε το μέχρι χθες ευτυχισμένο σπίτι του αγαπημένου Βασίλη Κοσμά και της προέδρου μας Μαρίας μαζί με τα δύο τους επιτυχημένα στην ζωή παιδιά: τον Ηλία και την Αγγελικούλα. 

 Ευχόμαστε λοιπόν από καρδιάς και στην πρόεδρό μας μαζί με τα παιδιά της , την μεγάλη παρηγοριά της, κουράγιο και υπομονή από όλο το Καστρί.
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Το οδοντιατρείο του Γιάννη Χρόνη-Παλούκα

Το οδοντιατρείο του Παλούκα έκλεισε
τον κύκλο του αρχές της δεκαετίας του 80
Θυμάται και γράφει ο Καρατουλιάνος Βασίλης Σπανός

Ο Γιάννης Χρόνης  (Παλούκας το παρατσούκλι του), ήταν μια σημαίνουσα προσωπικότητα του Καστρίου. Διετέλεσε και πρόεδρος της κοινότητας Αγίου Νικολάου με επιτυχία. Το σπίτι του είναι κοντά στο γυμνάσιο. Ήταν μισοτελειωμένό και παραμένει έτσι. Στα μισά πορτοπαράθυρα κρέμονταν πρόχειρα, κάτι τσίγκοι σκουριασμένοι και ξεφτισμένοι. Από το γύφτικο του Σιαβελή τον χώριζε ο καινούργιος -τότε- δρόμος, προς Μπερνορή, Δραγαλεβό, Καράτουλα, Ρούβαλη, Κότρωνα, και Τσερβάσι. 
 Τα δύο σπίτια δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις γειτονίας. Αφορμή το σφυρί και το αμώνι του Μαστρο- Γιώργη, που δεν άφηναν το γιατρό να ησυχάσει τα μεσημέρια. Είχε και το έλεγε ο κυρ- Γιάννης: 
-Δυό εχθρούς έχω. Τον Σιαβελή και τον ...Πουνέντη. Πουνέντης, ο νοτιοδυτικός άνεμος που έδερνε το καταράχι, πάνω στο οποίο ήσαν χτισμένα τα δυό σπίτια και ανακάτευε τους τσίγκους στο γιαπί, με κίνδυνο να τους σηκώσει και να τους στείλει στο γήπεδο του Κεραυνού. 
Αριστερά το οδοντιατρείο του Παλούκα 
 δεξιά το σιδεράδικο του Σιαβελή
στη σημερινή τους μορφή
 
Ο σιδεράς απαντούσε ότι, για το πρόβλημα φταίει ο γιατρός που τσιγκουνεύεται δέκα σαράνταπεντάρες πρόκες να στερεώσει τους φωνακλάδες τους τσίγκους του. Βέβαια ο Παλούκας δεν ήταν τσιγκούνης. Αλλά δεν τα είχε. Το ιατρείο; Πολύς ο κόσμος αλλά εισόδημα λίγο. Σχεδόν δωρεάν. Μόνο κέρδος οι πολιτικές φιλίες και γνωριμίες. Σπούδαζε και τους δυό του γιούς, ο ένας στην Ιταλία. Ένα μπλέ κουστούμι μισότριβο προπέρσινο, ραμμένο από τον Παναγάκο. Το φορούσε σαν πήγαινε για την εφημερίδα του, στού Σπανού το πρακτορείο, στην πλατεία. Περπατούσε με το κεφάλι κάπως σκυμμένο και, άν και φορούσε τα γυαλία του, δεν έβλεπε τον κόσμο μέσα από αυτά, αλλά πάνω από αυτά. Ο λόγος; Ξεχνούσε να βγάλει τα της μυωπίας, που δεν τον βοηθούσαν και μάλλον τον τύφλωναν.

Αγόραζε την ΑΚΡΟΠΟΛΗ, την δίπλωνε και την έβαζε επιδεικτικά στην αριστερή πλαϊνή τσέπη του σακακιού, με τα μεγάλα κεφαλαία γράμματα προς τα έξω, να βγάζουν μάτι. Δεξιά η ΑΚΡΟΠΟΛΗ, δεξιοί και η πλειονότητα των Καστριτών. Εφημερίδα αγόραζε και ο Σιαβελής. Αυτός άν προλάβαινε, πρίν την κρύψει ο μπάρμπα Δήμος -εθνικόφρων αυτός- μοίραζε δωρεάν τίς δεξιές και καταχώνιασε τις κομμουνιστικές. Ο Σιαβελής την έβαζε στην μέσα τσέπη του σακακιού μην τύχει και την ειδεί ο αστυνόμος ο Κρητικάτσης. Και για σιγουριά, το όνομα της εφημερίδας να μην φαίνεται. Ο λόγος που το έκανε ήταν ένας και πολύ σοβαρός: Το όνομα της εφημερίδας ήταν ΑΥΓΗ. Την διάβαζε το βράδυ και την επομένη την παρελάβανε ο έτερος σύντροφος, παλαιός γείτονας και φίλος του ο Γιαννάκης ο Λυμπέρης, σιδεράς και εκείνος. Την επομένη ο Γιαννάκης αγόραζε την ΑΥΓΗ και την πάσαρε  στον Σαβελή.  Κατά κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτοί οι δαχτυλοδεικτούμενοι αριστεροί, ήσαν συνήθως από τους εντιμότερους στην καστρίτικη κοινωνία. 

Στο ιατρείο οι πελάτες ήσαν κυρίως κοπέλες από όλα τα καστριτοχώρια. Αυτές κάποτε πήγαιναν όχι για ουσιαστικό λόγο. Πήγαιναν για να αντικαταστήσουν το μαυρισμένο κυνόδοντο με χρυσαφένιο. Και για να τις ειδεί κανένας μπρούκλης και να τις γλυτώσει από το ξυνάρι, το δρεπάνι, και τον αργαλειό. Οι πιό τολμηρές δεν βιάζονταν να καθίσουν στην καρέκλα του γιατρού. Στέκονταν όρθιες στην εμπατή της αυλής και έπιαναν κουβέντα με τους περαστικούς. Οι κάπως συνεσταλμένες κρυφοκοίταζαν πίσω από τις τριανταφυλλιές του κήπου. Με τα φρεσκοπλυμένα φορέματα, τα ωραία παπούτσια από του Νικόλα του Ραμόγιαννη - Μαλιάγκα , και τα πλούσια μαλλιά δεμένα αλογοουρά ψηλά - ψηλά στην κορυφή της καλοφτιαγμένης Δωρικού τύπου κεφαλής.

 Ένα μεσημέρι, ερχόμενος ο γιατρός από την τουαλέτα που ήταν στο πίσω μέρος της αυλής και για πόρτα είχε μιά πολύχρωμη κουρελού, τον περίμενε ένας καβάλα στο μουλάρι. Και ακολούθησε αυτός ο διάλογος: 
-Καλημέρα γιατρέ; 
-Καλημέρα. 
-Δεν μπορώ να καρτερώ γιατί είμαι από την Γαλτενά. Για τήρα τα δόντια του μουλαριού, γέρασε σαν και μένα και του έχουν βγεί καμπόσα. Τήρα να του βάλεις άλλα και θα πληρωθείς καλά. Και να μου δώσεις την κάρτα σου να σου φέρνω πελάτες. 
-Ποιός σε έστειλε ρε; 
Tου Κλέαρχου το γαϊδουρομοδιστράδικο 
όπως είναι σήμερα
-Ο Κλέαρχος. Πήγα να μου πεταλώσει το μουλάρι, του είπα και το πρόβλημα με τα δόντια του μουλαριού και εφτούνος του έβαλε στο στόμα ένα πράγμα και το ζο έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Είδε τα δόντια που λείπανε και μου είπε : Στον Παλούκα και γρήγορα. 
-Α τον κερατά,τον Κλέαρχο. Μου την έκανε πάλι την δουλειά. Ρε πανταβέ δεν σου κόβει το μυαλό σου; Εγώ δεν φτιάνω δόντια για μουλάρια. Των κοριτσιών τα δόντια φτιάνω. 

 Αυτές οι κοπέλες ζούνε τώρα ευτυχισμένες στις πλούσιες χώρες, Αμερική, Καναδά, Αυστραλία. Στα χωρια έμειναν λίγες μάνες και γιαγιάδες. Ελπίζοντας. Σε ένα δωμάτιο έχουν φυλαγμένα μιά λάμπα πετρελαίου, τις αλογοουρές που θυσιάστηκαν και στην μπιζουτιέρα τους....τα χρυσά δοντάκια του Παλούκα. Αυτά που αντικαταστάθηκαν με δόντια φυτευτά.










Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Τα κουκιά

Τα Λυμπερέκα
Από τις Καρατουλιάνικες και άλλες Καστριτοχωρίτικες ιστορίες που  γράφει ο Βασίλης Σπανός
 

Στα παλιά χρόνια στου Καράτουλα το πέρα χωριό, τα Λυμπερέκα, γινόταν γάμος. 
Γλέντι, χορός, κρασί και μεθύσι. Όλοι έπιναν... Μόνο ο κλαριντζής δεν έπινε. Αυτός έπαιζε το κλαρίνο για να χορεύουν οι μεθυσμένοι. Μισοπιωμένος..και ο γαμπρός. 

 Το στόμα στο κλαρίνο του κλαριντζή και τα μικρά του μάτια, που μόλις διακρίνονταν πάνω από τα φουσκωμένα μάγουλα, καρφωμένα στής νύφης τον πωπό. Και με το αρωστημένο του μυαλό, τι σκέφτηκε: Μεθυσμένος τούτος ο παράλυτος, δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα στο κρεβάτι. Ας αναλάβω εγώ την εργολαβία. Να μην πάει η νύφη στράφι. 

 Ο γαμπρός είχε περιβόλι μακριά χαμηλά στον λογγό, όπου είχε φυτεμένα κουκιά. Τα κουκιά είχαν καρπίσει, μεστώσει και σκόπευε για να ευχαριστήσει την νύφη, να την πάει το επόμενο πρωί στον λογγό, να την χορτάσει νόστιμα τρυφερά ωμά κουκιά. 

 Πριν σχολάσει το γλέντι, πιάνει ο κλαριντζής το παιδί που μάζευε τα λεφτά από τις παραγγελιές και το ορμηνεύει τι να κάνει. Φεύγει χάνεται το παιδί γυρίζει σε μια ώρα και λέει του γαμπρού: 
- Γαμπρέ σου φέρνω κακά μαντάτα. 
- Τί ´ναι ρε ; 
- Στο περβόλι στον λογγό έχει μπει κλέφτης και σου μαζεύει τα κουκιά σου. 
- Ναί ρε; 
- Αλήθεια μπάρμπα. Τρέξε τρέξε. 
Παρατάει την νύφη ο γαμπρός, και μιά και δυό φεύγει για το λογγό να πιάσει τον κλέφτη. Έφυγε ο γαμπρός- σχόλασε το γλέντι. 

Παίρνει την νύφη η μάνα της, την πάει στην κάμαρα και ξαπλώνουν στο κρεβάτι. Εκείνα τα χρόνια η μάνα συνόδευε την κόρη στο νυφικό κρεβάτι. Όχι μόνο την συνόδευε, αλλά πλάγιαζε μαζί με το αντρόγυνο, για να βοηθήσει -σαν έμπειρη η ίδια- την άπειρη κόρη. Και σαν αυτόπτης μάρτυρας για επιβεβαίωση της αγνότητας της κόρης. Είχαν σβήσει το λυχνάρι και περίμεναν τον γαμπρό για ...την τελετή. Στα σκοτάδια. 

Πρωτού να επιστρέψει ο γαμπρός από τον λογγό με τα κουκιά, πρόλαβε ο ....κλαριντζής και πήρε την θέση του (του γαμπρού) στο στρώμα. Φρού φρού τα στρωσίδια, απλώνει το χέρι η μάνα κατά την μεριά του γαμπρού για να ...δείξει τον τρόπο και πιάνει κάτι ....σκληρότερο από αυτό που προσδοκούσε. Το ζουλάει και καταλαβαίνει ότι κρατούσε...το κλαρίνο του κλαριντζή, που κρεμόταν από το ζωνάρι του.....Άρχισε να κοπανιέται τραβώντας τα μάγουλά της απελπισμένη και να λέει φωναχτά:
 - Κακό που έπαθα η μαύρη, για τον καραμουζιάρη παιδευόμουνα; 

 Αφού όλα βγαίνουν στο φώς, μαθεύτηκε το πράγμα σε όλο το χωριό. Και από τότε ο γαμπρός απόχτησε άλλο όνομα πιό εύκολο. "Κουτσιάς" 
Σημειωτέον στο χωριό εκείνη την εποχή, αντί να προφέρουν "κ" επρόφεραν "τσι". Αντί "καί" έλεγαν "τσιέ". Αντί,να πούν "εκείνος" έλεγαν "ετσείνος". Οπότε αντί να ειπούνε κουκιά λέγανε "κουτσιά" και αυτός που νοιαζότανε για τα κουκιά, πιό πολύ από το "άλλο", τον είπανε "Κουτσιάς".

 Ο κλαριντζής ήταν ο παππούς του μακαρίτη του Τάκη Μαρινάκου Πανάρετου ή ο προπάππους του ο Αριστείδης. 
Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΒΑΣ

Από τις Καρατουλιάνικες και άλλες Καστριτοχωρίτικες ιστορίες που  γράφει ο Βασίλης Σπανός 


Το μοναστήρι του προδρόμου είναι χτισμένο στα βράχια απέναντι από το χωριό Τσερβάσι (σημερινή Περδικόβρυση). Παλαιότερα ήταν στην απέναντι όχθη του Τάνου, προς την μεριά του χωριού. Πεντακόσια περίπου μέτρα ψηλότερα από το ποτάμι. Οι συχνές επιδρομές των Σαρακηνών, ανάγκασαν τους μοναχούς να μετακομίσουν την μονή απέναντι στην άλλη όχθη, Εκεί που είναι σήμερα. Κρεμασμένη στον Κοκκινόβραχο. Χελιδονοφωλιά.
Ο ηγούμενος του μοναστηριού είχε τον τίτλο Αβάς.
Στο ποτάμι λειτουργούσε και ο μύλος του μοναστηριού. Στον μύλο άλεθαν οι χριστιανοί τα σιτάρια τους. Από το ξάϊ το μοναστήρι κονόμαγε και οι καλογέροι καλοπερνούσαν. Ο Αβάς ακόμα καλύτερα.
Οι κάτοικοι του χωριού ήσαν υποτελείς στον  Αβά. Κάποτε όταν ένας με το όνομα Μπαζάνος προσπάθησε να αποκοπεί από τον Αβά, βρήκε τον μπελά του.

Τα πράγματα πήγαιναν καλά στο μοναστήρι. Γύρω στα 1800, ένας καλόγερος, βλέποντας ότι ο Αβάς καλοπερνάει είπε μέσα του : 
-Γιατί να είμαι υπηρέτης ατουνού και να μήν γίνω και εγώ Αβάς. Να έχω και εγώ μύλο....
Θα γίνω και εγώ Αβάς. 
Πήρε την ποταμιά και πήγε 1000 περίπου μέτρα μακρύτερα. Αντίθετα στην ροή του ποταμιού. Του άρεσε ο τόπος και είπε:
-Εδώ είναι καλά. Θα φτιάξω δικό μου μύλο. Όχι μόνο μύλο, αλλά και νεροτριβή.

Όταν τον είδαν οι ντόπιοι είπαν μεταξύ τους:
-Το μάθατε; Στον τόπο μας γυρίζει ένας καλόγερος. Τί θέλει τάχα. 
-Ποιός ο Καράτουλας; Τον είδαμε.(Καράς το γνωστό τούρκικο απομεινάρι που σημαίνει μαύρος και τούλα και αυτό απομεινάρι που σημαίνει ρούχο-ύφασμα. Καράτουλας λοιπόν είναι ο μαυροντυμένος.)
-Καλόγερος είναι θα ζητιανεύει. Δεν μας βλάψει.

Δεν ανησύχησαν μέχρι την ημέρα που τον είδαν να χτίζει τον μύλο. Έφτιαξε μύλο, γούρνα για το νερό και μυλαύλακο. Και νεροτριβή. Συγκρότημα πλήρες. Μπήκαν ψύλοι στα αυτιά των χριστιανών.
-Ρε μην μας πάρει το νερό για το μύλο του και ξεραθούν τα περιβόλια μας; Για να ειδούμε τι θα κάνει.

Στον τόπο αυτό έκανε κουμάντο ένας Μπακούρης,
Αυτός ο Μπακούρης είχε φτιάξει "δέση του νερού" του Τάνου και μοίραζε το νερό στους χωριανούς για να ποτίζουν τα περιβόλια τους στις δυό όχθες. Ήταν δίκαιος στην μοιρασιά και οι  ντόπιοι δεν έχαν παράπονο. Ούτε και αυτός.
Έπρεπε λοιπόν ο Μικρός Αβάς να εκτοπίσει τον Μπακούρη για να κάνει την δουλειά του.
Πάει λοιπόν ο καλόγερος καί φτιάχνει δική του δέση, πιο πάνω από την δέση του Μπακούρη. Τόσο πάνω που πιό πάνω δεν γινότανε γιατί ο τόπος ήταν όλο βράχια. Έτσι έγινε  κυρίαρχος. Έπαιρνε το νερό για τον μύλο του και άν πέρσευε, έδινε και στος χωριανούς. Και με πληρωμή βέβαια. Το καλοκαίρι που ο κόσμος ήθελε το νερό για τα περιβόλια, το πρόβλημα ήταν μεγάλο.Το νερό το ρούφαγε ο μύλος. Ήταν και ακριβότερο.

Ο Μπακούρης σιγά -σιγά εκτοπίστηκε. Αργότερα μαζί με άλλους από το χωριό αποικίσανε στο χωριό Αγιά Σοφιά. Στο χωριό αυτό τα επώνυμα των κατοίκων και την σήμερον ημέρα, είναι Καρατουλιάνικα.:  Μπακούρης, Σαβελής, Λαμπίρης, Λυμπέρης,Καραζάνος και άλλα.

Όσοι από τους ντόπιοιους δεν έφυγαν, έμειναν υποτελείς στον Μικρό Αβά. 
Αφού ρίζωσε ο καλόγερος στον τόπο, πέταξε τα ράσα και ξύρισε τα γένια. Αργότερα παντρεύτηκε γυναίκα από διπλανό χωριό και έκανε οικογένεια. Απόγονοί του σήμερα στον τόπο, κάνουν ότι και ο καλόγερος πρόγονός τους.


Στον μύλο.

Για να έρθουν τα φορτώματα στον μύλο, έπρεπε τα ζώα να περάσουν μέσα σπό το ποτάμι.
Και το καλοκαίρι που ο Τάνος έφερνε λίγο ή καθόλου νερό ήταν καλά. Τα ζώα περνούσαν απέναντι χωρίς πρόβλημα. Τον χειμώνα όμως που το ποτάμι κατέβαζε, ήταν δύσκολο.
Έφτιαξε λοιπόν ο τελευταίος μυλωνάς, ο γέρο-Γιάννης, ξυλογέφυρο και τα μουλάρια περνούσαν απέναντι. Συχνά,όμως ο Τάνος φούσκωνε και γινόταν πολύ ορμητικός. Τόσο ορμητικός που μετακινούμε μεγάλες πέτρες και άλλαζε την κοίτη. Παράσερνε και το γεφύρι και το έστελνε αντίδωρο μακρυά στον άλλο άγιο. Τον Αβά που είχε μείνει στο μοναστήρι.
Έφτιανε ο μυλωνάς καινούργιο γεφύρι. Τώρα όμως το σιγούρευε.  Το έδενε στα βράχια με αλυσίδες. Δύο από την μία μεριά και δύο από την άλλη. 
Σήμερα στον τόπο αυτό έχουν μείνει μόνο τα βράχια και οι αλυσίδες.  Ο πανδαμάτωρ χρόνος έστειλε το γεφύρι και τον μυλωνά .....αλλού. 
Εκεί παλεύει ακόμα να φτιάξει το γεφύρι του.

Οι κοντοχωριανοί συνήθως άφηναν τον καρπό στον μύλο και έφευγαν. Ο Μυλωνάς περίμενε να γεμίσει η γούρνα και μετά την άνοιγε και τα άλεθε όλα μαζί. Όταν τελείωνε τους παράγγελνε να πάνε για να πάρουν το αλεύρι.


Με τον σαρύγγαλο.

Ο σαρύγκαλος ήταν ένα μεγάλο όστρακο. Του είχε μιά τρύπα στην μέση. Έβαζε το στόμα του εκεί ο μυλωνάς και φυσώντας με τον κατάλληλο τρόπο έβγαζε ήχο όπως η σάλπιγγα. Πολύ πιο δυνατό μάλίστα. Βουίζανε τα ρέματα και τα κοντοχώρια. Έστελνε πρώτα τρία σήματα με το όργανο και μετά έβαζε την φωνή:
-Να ´ρθείτε να πάρετε τ´ αλέσματα.
Δυό ή τρεις φορές.
Πηγαίναν και τα παραλάμβαναν.
Κάποτε πήγε να πάρει το αλεύρι του και ένας γέρος που ήταν θεόκουφος. Πρωτού κατηφορήσει για τον μύλο στάθηκε στο ξάγναντο και φώναζε κατά το ποτάμι για να ειδεί αν ο μυλωνάς είναι ακόμα εκεί, επειδή όταν δεν ερχόνταν κόσμος τον έκλεινε και ανέβαινε στο χωριό.
-Ρε Γιάννη μυλωνάααα ; Έ μυλωνά.
-Τί ´ναι ρε;
Ο κουφός σαν κουφός που ήταν δεν άκουσε την απόκριση και ξανά φώναξε:
-Ρέ Γιάννη μυλωνά έ μυλωνά;
-Τί ´ναι ρε σου λέω;
Καμία απόκριση.
-Μυλωνά έ μυλωνά;
-Τον κερατά με κοροϊδεύει.
-Ρε Γιάννη είσαι αφτού να πάρω το άλεσμα;
Θυμήθηκε την γειτόνισά του ο μυλωνάς που το σπίτι της ήταν εκεί κοντά που στεκόταν ο κουφός και φώναζε.
-Ρέ Όλγα, έ Όλγα.
-Ποιός είσαι;
-Ο Γιάννης ο μυλωνάς είμαι. Για πες αυτού του κερατά, εδώ είμαι και τον περιμένω, Νά ´ρθει να το πάρει. Θα με ζουρλάνει;
Ζύγωσε τον κουφό η Όλγα, τον γνώρισε, τον τράβηξε από το μανίκι και του έγνεψε με χειρονομίες το μύνημα.


Το ξάι.

Το ξάι ήταν το αλεύρι που βάσταγε ο μυλωνάς για τα αλεστικά. Αυτό ήταν το νόμιμο.Το άλλο ξάι ήταν το κρυφό. Το αλεύρι που κρατούσαν....οι μυλόπετρες. Για την φθορά τους. Έπρεπε να μήν είναι λείες οι μυλόπετρες γιαυτό κάθε τόσο ερχόταν μάστορας και τις ξεπελέκαγε. Να γίνουν σκληρές. Και ο μάστορας πληρωνότανε.
Κονόμαγε λοιπόν από το ξάι ο μυλωνάς. Κονόμαγε και απότην νεροτριβή.


Η νεροτριβή.

Η νεροτριβή ήταν ένας μεγάλος ξύλινος κάδος σε σχήμα αναποδογυρισμένου χωνιού. Σφηνωμένος σε έναν λάκο στο χώμα. Οι μαστόροι που τον τοποθετούσαν, τον έστηναν με την μύτη στην άμμο, τον στείλωναν προσωρινα στην σωστή θέση και μετά γύρω - γύρω τον έκλειναν με χώμα μέχρι μισό μέτρο κάτω από το χείλος. Μετά έπαιρναν τα στηρίγματα και η νεροτριβή ήταν έτοιμη.
Ο κάδος γέμιζε με νερό μέχρι μισό μέτρο κάτω από το χείλος. Εκεί μέσα έρριχναν τις φλοκάτες και τα σαϊσματα μετά από τον αργαλιό, για να γίνουν αφράτα. Το βαγένι ήταν βαλμένο σε τέτοια θέση που το νερό που έριχνε στον κάδο χτύπαγε και στριφογύριζε τις κουβέρτες. Μετά από κάποιες ώρες, οι κουβέρτες γίνονταν αφράτες και τις έβγαζε ο μυλωνάς τραβώντας τες έξω με σιδερένιους γάντζους.
Κονόμαγε λοιπόν από τα νεροτριβιάρικα. Κονόμαγε και από το καθάρισμα του σιταριού.


Η καθαριστική.

Πρωτού να πάει γιά άλεσμα το σιτάρι έπρεπε να είναι καθαρό από άλλους σπόρους. Ήρα, βίκο, άγανα και σπόρους από άλλα παράσιτα. Το καθάρισμα ήταν κουραστικό και έπαιρνε πολύ χρόνο. Οι νοικοκυρές παλέβανε μέρες για να το καθαρίσουν. 
Ο μυλωνάς εκμεταλλεύτηκε και το καθάρισμα.
Αγόρασε καθοριστική μηχανή.
Αυτή ήταν χειροκίνητη. Ένας περιστρεφόμενος κύλινδρος από λαμαρίνα που έρριχναν μέσα το σιτάρι για να καθαριστεί.Έβγαζε αλλού το καθαρό σιτάρι και αλλού,τα περιττά τα σκύβαλα που τα λέγανε.
Κράταγε ο πελάτης το καθαρό σιτάρι για να το πάει στον μύλο, κράταγε και τα σκύβαλα που τάιζε τα ζωντανά του.
Κράταγε και ο μυλωνάς τα καθαριστικά του. Σε χρήμα ή σε είδος.
Την μηχανή την είχε εγκαταστήσει σε ένα μικρό χαμηλό σπίτι στο κεφαλοχώρι τον Άγιο Νικόλα (σημερινό Καστρί). Στον ίδιο χώρο δούλευε και την ταβέρνα.Ήταν και ταβερνιάρης.
Κονόμαγε λοιπόν και από την ταβέρνα.


Η ταβέρνα.

Στην ταβέρνα πελάτες ήσαν οι χωριάτες που καθάριζαν το σιτάρι τους. Όχι μόνο αυτοί. Σύχναζαν και μαγαζάτορες της αγοράς και άλλοι από τα γύρω χωριά. Αυτοί που έρχονταν στον Άγιο Νικόλα να ψωνίσουν. Καθημερινές και τις Κυριακές που είχε το παζάρι. Είχε πολύ κόσμο το παζάρι γιατί έρχονταν άνθρωποι όχι μόνο από τα καστριτοχώρια, αλλά και από μακρύτερα. Σιταινιώτες και Αγιοπετρίτες που πούλαγαν καυσόξυλα από τον Μαλεβό, Βερβαινιώτες και άλλοι. Οι πραμάτειες απλωμένες ολόγυρα στην ταβέρνα.

Στην ταβέρνα σύχναζε και ο κουρέας της αγοράς ο Μήτσος
Όπως και οι άλλοι αγοραίοι έπινε βερεσέ. Με πίστωση.
Έμπαινε λοιπόν ο  κουρέας με την παρέα του και τά ´πινε. Άλλωτε κρασί και μεζέ, άλλωτε κρασί ξεροσφύρι και άλλωτε την σπεσιαλιτέ του γέρου, το μπουμπάρι. Αυτό ήταν άντερο παραγεμισμένο με τα σπλάχνα του σφαχτού. Ήταν εξαιρετικός μεζές και λίγοι τον απολάμβαναν γιατί ήταν ακριβός.
Μια μέρα λέει ο γέρος στον κουρέα:
-Μαζετήκανε πολλά Μήτσο. Γιά να μου δίνεις και τίποτα;  Και μή μου ειπείς δεν έχεις;  Στο κουρείο βλέπω περιμένουνε ουρά.
-Άει δουλειά σου.Τίποτα δεν κάνω. Μεροδούλι - μεροφάι......Αλλά για τήρα ρε μπάρμπα τί σου χρωστάω. Να ειδώ βγαίνω ;
 Ανοίγει το τευτέρι ο γέρος και διαβάζει :
    Κουρέας.
Τάδε του μηνού κρασί, τόσα.
Τάδε του μηνού κρασί μεζέ τόσα.
Τάδε του μηνού κρασί, τόσα.
Τάδε του μηνού κρασί, μεζέ,  μπουμπάρι τόσα.
Τάδε του μηνού (επόμενη) κρασί, μεζέ, μπουμπάρι, τόσα.
Ταμπλιάστηκε ο κουρέας.
-Για κάτσε ρε μπάρμπα. Κάθε μέρα κρασι, μεζέ, μπουμπάρι; Σβήσε καμπόσα;
-Α Μήτσο. Δεν γίνεται. Ότι γράφει δεν ξεγράφει.
Δαγκώθηκα ο κουρέας, στρίφτηκε, αλλά τα πλήρωσε. Αλλά είπε μέσα του.-Έννοια σου γέρο και θα σε φτιάξω.

Στην ταβέρνα έμπαινε και ένας φοροεισπράκτορας όταν πέρναγε από το χωριό καβάλα στο μουλάρι του. Τσιμπολόγαγε κάτι για αντέξει να πάει στην Τρίπολη να παραδώσει τις εισπράξεις της βδομάδας.
Μια τέτοια μέρα λοιπόν - απότι λένε-συνέβει το εξής:
Αφού έφαγε γίδα βραστή ο άνθρωπος, ήπιε και λίγο παραπάνω. Έβγαλε να πληρώσει. Ο ταβερνιάρης που έβλεπε τις τσέπες του γκαστρωμένες, τον κέρασε ακόμα ένα κρασι "εκ της διευθύνσεως". Τον απόκανε τον άνθρωπο. Κάτι τάχα με τα ρέστα κάτι μού δώσες κάτι σούδωσα και του κλέβει όλον τον "αφρό".
Λένε οι κακές γλώσσες, πως τάχα με τον "αφρό" αγόρασε χτήμα κοντά στο Άργος. Ο καϋμένος ο φορατζής με τα ψιλά νοίκιασε κάμαρα στην φυλακή.


Στο κουρείο.

Ο γέρος δεν παραπήγαινε στον κουρέα. Όταν πήγαινε κουρευότανε βερεσέ και εκείνος.
Εκείνο το απόγευμα πήγε για να συγυριστεί επειδή το βράδυ θα πήγαινε να ψάλλει στην εκκλησία.
Χαιρέτισε τον κουρέα και του ζήτησε να τον κουρέψει και να τον ξυρίσει.
-Έχεις κολόνια Μήτσο;
-Έννοια σου μπάρμπα. Και κολόνια έχω και λάδι για τα μαλιά έχω άμα θέλεις. Έχω και καλό ψαλίδι.(Υπονοούμενο).
-Βάλε μου απόλα γιατί θα πάω να ψάλλω στον Αγιάννη.

Τον έφτιαξε ο κουρέας και εκείνος έκανε να φύγει.
-Για στάσου ρε μπάρμπα, έχουμε κάτι υπόλοιπα δεν με ξοφλάς;
-Ναι ρε Μήτσο για τήρα τι είναι;
Ανοίγει ο κουρέας το δικό τευτέρι και διαβάζει :
Τάδε του μηνός ξύρισμα, τόσα.
Τάδε του μηνός ξύρισμα, τόσα.
Τάδε του μηνός ξύρισμα κούρεμα τόσα.
Τάδε του μηνός ξύρισμα κούρεμα τόσα.
-Για στάσου ρε Μήτσο. Πότε τα έκανα όλα τούτα τα κουρέματα και τα ξυρίσματα ;
 Και ο κουρέας που περίμενε την ερώτηση και του την είχε στημένη την παγίδα, του λέει :
-Τότε που εγώ έπινα κρασί στην ταβέρνα σου και έτρωγα μεζέ, κρασί, μπουμπάρι μπάρμπα Γιάννη. Δανικά τ´ αλεύρια Αλευρά.
-Α ρε μήτσο. Πάνωγράφω και εγώ. Εσύ όμως το παρακάνεις.
Έβγαλε και πλήρωσε σαν σκασμένος.
Βγήκε από το κουρείο, αλλά αντί να πάει τον κατήφορο για την ταβέρνα...πήρε τον ανήφορο.
-Πού πας ρε μπάρμπα τον ανήφορο:  Κατά κάτω είναι η ταβέρνα;



Στην εκκλησία.

Ήτανε Μεγαλοβδομάδα και ο μπαρμπα Γιάννης ο μυλωνάςθα πήγαινε στη εκκλησιά να ψάλλει τον Νυμφίο.
Έστρωσε την φλοκάτη η γριά του στο σαμάρι, του έβαλε καρέκλα να πατήσει και να καβαλικέψει. Καβάλα στο γαϊδούρι αντρικά.
-Κρατιού Γιάννη. Μην προγκήξει το ζωντανό και με βρεί κανά προφαντικό. Έχεις πιεί και πολύ κρασι.
-Μην σκιάζεσαι γριά. Καλά θα πάμε. Να ειδείς πως θα ειπώ και τον Νυμφίο.
Μπροστά η γριά τραβώντας και από πίσω το φορτωμένο γαίδούρι, κατηφόρησαν για τον Αγιάννη. Φτάνοντας τον βόηθησε να ξεκαβαλικέψει. Μπροστά ο γέρος καί πίσω η γριά μπαίνουν στον ναό.
Προσκυνάει ο γέρος, στέκεται και γυρίζει το κεφάλι αριστερά κατά πίσω, που στεκόνταν λίγες γυναίκες. Τους πήρε μέτρα και γυρνώντας δεξιά προχώρησε κατά το δεξί ψαλτήρι. Το αριστερό ήταν άδειο.
Δυό παιδιά που στεκόνταν εκεί μέργιασαν και ο γέρος άραξε στο μεσιανό στασίδι. Δοκίμασε να σταθεί ορθός,αλλά το κρασί και τα χρόνια δεν τον άφησαν. Φόρεσε τα γυαλιά, έπλεξε τα δάχτυλα και ακούμπησε το μέτωπο πάνω στις δεμένες παλάμες.  Στήλωσε τους αγκώνες στο στασίδι και κάθισε. Σχεδόν σωριάστηκε. Φαινόταν να προσπαθεί να συμμετέχει. Ή ...να παλεύει να μείνει ξύπνιος. 

Κάποια στιγμή ήρθε η σειρά του Νυμφίου. Τα παιδιά στρέψανε το βιβλίο με τα μεγάλα γράμματα να το ειπεί γέρος. Από σεβασμό.
Ο γέρος κατάλαβε ότι δεν θα τα καταφέρει. Γύρισε το βιβλίο προς ένα από τα παιδιά και είπε: Λέγε το σύ.
Το παιδί άρχισε να το ψέλνει.Τότε σηκώνει το κεφάλι ο γέρος και μεγαλοφώνως...διορθώνει;
-Τί εν τω μέσω της νυκτός και νυκτός ρε;  Έτσι το μάθατε; Νά πως το λέμε:
Και αρχίζει το δικό του.
Ο λίγος κόσμος δεν ήξερε τι να κάνει. Άλλοι δαγκώνονταν και άλλοι γέλαγαν.
Κινάει η γριά του και πάει στο ψαλτήρι:
-Έλα Γιάννη τώρα. Καλά τα είπες. Να πηγαίνουμε τώρα γιατί είναι έτοιμος να βρέξει. Δεν έχω και πολύ λάδι στο φανάρι. Να ειδούμε να πάμε σπίτι μας.
Τον πιάνει από το χέρι και έδώ να πέσει εκεί να σταθεί, κάνουν να βγούν. Κοντοστέκεται πάλι και κοιτάζει πίσω του κατά τις γυναίκες. Βγαίνουν, τον ανεβάζει στο γαϊδούρι και κατηφορίζουν.
Ωσπού να πάνε σπίτι έπιασε η βροχή.
Την φοβότανε την βροχή ο γέρος. Ο λόγος ήταν ο μεγάλος βράχος που απειλούσε να διαλύσει το βαγαίνι του μύλου.
-Εκείνος ο βράχος Μαριγώ μου έχει γίνει εφιάλτης. Με τούτες της βροχές θα κατρακυλήσει και θα μου το διαλύσει το βαγένι.
- Άσε γέρο να περάσουν οι άγιες μέρες και μετά θα πάς με την βοήθεια του Αγιάννη, να τον μεριάσεις τον βράχο.


Ο μικρός Αβάς και ο βράχος.

Πενήντα μέτρα πιό πάνω από τον μύλο στην πλαγιά, μιά μεγάλη πέτρα - βράχος απειλούσε να κατρακυλήσει και να πέσει στο βαγένι του μύλου. Να το διαλύσει. Όλο έλεγε να τον μεριάσει,  αλλά μόνος δεν μπορούσε. Ήθελε και βοήθεια.
Την Κυριακή του Θωμά το αποφάσισε. Αγγάρεψε ένα γειτονόπουλο και πρωί-πρωί φτάσανε σον βράχο.
Το παιδί τραβώντας και ο μυλωνάς σπρώχνοντας (σαν τα γνωστά σκαθάρια) επιχείρησαν  την μετακίνηση της πέτρας. Μια τούμπα μετά την άλλη,την πήγαν παράμερα. Ο γέρος έκανε πίσω και την κοίταζε. 
-Καλά μου φαίνεται εδώ Γιώργη. Τώρα το μυαλό μου ησύχασε. Πάμε να φύγουμε. 
Αμ δεν πήγαν μακρυά. Ξανακοιτάζει ο γέρος και λέει:
- Ρε Γιώργη δεν πάμε να την σπρώξουμε λίγο μακρύτερα; Να μήν έχω κανένα φόβο;
-Και δεν πάμε μπάρμπα;
Πιάνονται πάλι από τον βράχο. Αυτή την φορά και οι δυό σπρώχνοντας.
Πρώτη τούμπα δεύτερη τούμπα και ο βράχος....αποφασίζει να κινηθεί αυτόνομα. Τους αποχαιρετάει και με ορμή κατηφορίζει και χάνεται πίσω από κάτι πουρναριές.
-Εντάξει τώρα Γιώργη. Δεν μας κούρασε. Πήγε μόνος του στη κατάλληλη μεριά. Πιο καλύτερα δεν γινότανε.
Φεύγοντας λέει ο γερο μυλωνάς:
-Δεν πάμε και μέχρι την νεροτριβή: Έχω ρίξει κάτι φλοκάτες. Να ειδώ μην γίνανε να τις βγάλω;
Κάνανε πέρα. Μπροστά ο γέρος και από πίσω το παιδί. Κάνει ο γέρος έτσι και πέφτει ξάπλα. Με τα χέρια και τα πόδια να μουντζώνει τον ουρανό.
-Σε πιστέψαμε. Σε λατρέψαμε. Σε προσκυνήσαμε. Σε ψάλλαμε. Σου ανάψαμε κεριά και λιβάνια. Τί άλλο σου χρωστάμε :
Το παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Φτάνοντας εκεί που ήταν ο γέρος ξάπλα,κοιτάζει κατά την νεροτριβή και τί βλέπει ;
Ο βράχος σφηνωμένος μέσα στο μεγάλο ξύλινο χωνί αγκαλιά με τις φλοκάτες και τις δόγες διαλυμένες.

Σήκωσε τον γέρο και κίνησαν να γυρίσουν στο χωριό.
Εκείνη την ώρα η καμπάνα του Ρούβαλη (σημερινή Νέα Χώρα0, χτύπαγε τις τέσσερες λυπητερες καμπανιές :
  "Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομε κατά πάντα και δια πάντα ! ! ! "


Διαβάστε περισσότερα...