Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Το οδοντιατρείο του Γιάννη Χρόνη-Παλούκα

Το οδοντιατρείο του Παλούκα έκλεισε
τον κύκλο του αρχές της δεκαετίας του 80
Θυμάται και γράφει ο Καρατουλιάνος Βασίλης Σπανός

Ο Γιάννης Χρόνης  (Παλούκας το παρατσούκλι του), ήταν μια σημαίνουσα προσωπικότητα του Καστρίου. Διετέλεσε και πρόεδρος της κοινότητας Αγίου Νικολάου με επιτυχία. Το σπίτι του είναι κοντά στο γυμνάσιο. Ήταν μισοτελειωμένό και παραμένει έτσι. Στα μισά πορτοπαράθυρα κρέμονταν πρόχειρα, κάτι τσίγκοι σκουριασμένοι και ξεφτισμένοι. Από το γύφτικο του Σιαβελή τον χώριζε ο καινούργιος -τότε- δρόμος, προς Μπερνορή, Δραγαλεβό, Καράτουλα, Ρούβαλη, Κότρωνα, και Τσερβάσι. 
 Τα δύο σπίτια δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις γειτονίας. Αφορμή το σφυρί και το αμώνι του Μαστρο- Γιώργη, που δεν άφηναν το γιατρό να ησυχάσει τα μεσημέρια. Είχε και το έλεγε ο κυρ- Γιάννης: 
-Δυό εχθρούς έχω. Τον Σιαβελή και τον ...Πουνέντη. Πουνέντης, ο νοτιοδυτικός άνεμος που έδερνε το καταράχι, πάνω στο οποίο ήσαν χτισμένα τα δυό σπίτια και ανακάτευε τους τσίγκους στο γιαπί, με κίνδυνο να τους σηκώσει και να τους στείλει στο γήπεδο του Κεραυνού. 
Αριστερά το οδοντιατρείο του Παλούκα 
 δεξιά το σιδεράδικο του Σιαβελή
στη σημερινή τους μορφή
 
Ο σιδεράς απαντούσε ότι, για το πρόβλημα φταίει ο γιατρός που τσιγκουνεύεται δέκα σαράνταπεντάρες πρόκες να στερεώσει τους φωνακλάδες τους τσίγκους του. Βέβαια ο Παλούκας δεν ήταν τσιγκούνης. Αλλά δεν τα είχε. Το ιατρείο; Πολύς ο κόσμος αλλά εισόδημα λίγο. Σχεδόν δωρεάν. Μόνο κέρδος οι πολιτικές φιλίες και γνωριμίες. Σπούδαζε και τους δυό του γιούς, ο ένας στην Ιταλία. Ένα μπλέ κουστούμι μισότριβο προπέρσινο, ραμμένο από τον Παναγάκο. Το φορούσε σαν πήγαινε για την εφημερίδα του, στού Σπανού το πρακτορείο, στην πλατεία. Περπατούσε με το κεφάλι κάπως σκυμμένο και, άν και φορούσε τα γυαλία του, δεν έβλεπε τον κόσμο μέσα από αυτά, αλλά πάνω από αυτά. Ο λόγος; Ξεχνούσε να βγάλει τα της μυωπίας, που δεν τον βοηθούσαν και μάλλον τον τύφλωναν.

Αγόραζε την ΑΚΡΟΠΟΛΗ, την δίπλωνε και την έβαζε επιδεικτικά στην αριστερή πλαϊνή τσέπη του σακακιού, με τα μεγάλα κεφαλαία γράμματα προς τα έξω, να βγάζουν μάτι. Δεξιά η ΑΚΡΟΠΟΛΗ, δεξιοί και η πλειονότητα των Καστριτών. Εφημερίδα αγόραζε και ο Σιαβελής. Αυτός άν προλάβαινε, πρίν την κρύψει ο μπάρμπα Δήμος -εθνικόφρων αυτός- μοίραζε δωρεάν τίς δεξιές και καταχώνιασε τις κομμουνιστικές. Ο Σιαβελής την έβαζε στην μέσα τσέπη του σακακιού μην τύχει και την ειδεί ο αστυνόμος ο Κρητικάτσης. Και για σιγουριά, το όνομα της εφημερίδας να μην φαίνεται. Ο λόγος που το έκανε ήταν ένας και πολύ σοβαρός: Το όνομα της εφημερίδας ήταν ΑΥΓΗ. Την διάβαζε το βράδυ και την επομένη την παρελάβανε ο έτερος σύντροφος, παλαιός γείτονας και φίλος του ο Γιαννάκης ο Λυμπέρης, σιδεράς και εκείνος. Την επομένη ο Γιαννάκης αγόραζε την ΑΥΓΗ και την πάσαρε  στον Σαβελή.  Κατά κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτοί οι δαχτυλοδεικτούμενοι αριστεροί, ήσαν συνήθως από τους εντιμότερους στην καστρίτικη κοινωνία. 

Στο ιατρείο οι πελάτες ήσαν κυρίως κοπέλες από όλα τα καστριτοχώρια. Αυτές κάποτε πήγαιναν όχι για ουσιαστικό λόγο. Πήγαιναν για να αντικαταστήσουν το μαυρισμένο κυνόδοντο με χρυσαφένιο. Και για να τις ειδεί κανένας μπρούκλης και να τις γλυτώσει από το ξυνάρι, το δρεπάνι, και τον αργαλειό. Οι πιό τολμηρές δεν βιάζονταν να καθίσουν στην καρέκλα του γιατρού. Στέκονταν όρθιες στην εμπατή της αυλής και έπιαναν κουβέντα με τους περαστικούς. Οι κάπως συνεσταλμένες κρυφοκοίταζαν πίσω από τις τριανταφυλλιές του κήπου. Με τα φρεσκοπλυμένα φορέματα, τα ωραία παπούτσια από του Νικόλα του Ραμόγιαννη - Μαλιάγκα , και τα πλούσια μαλλιά δεμένα αλογοουρά ψηλά - ψηλά στην κορυφή της καλοφτιαγμένης Δωρικού τύπου κεφαλής.

 Ένα μεσημέρι, ερχόμενος ο γιατρός από την τουαλέτα που ήταν στο πίσω μέρος της αυλής και για πόρτα είχε μιά πολύχρωμη κουρελού, τον περίμενε ένας καβάλα στο μουλάρι. Και ακολούθησε αυτός ο διάλογος: 
-Καλημέρα γιατρέ; 
-Καλημέρα. 
-Δεν μπορώ να καρτερώ γιατί είμαι από την Γαλτενά. Για τήρα τα δόντια του μουλαριού, γέρασε σαν και μένα και του έχουν βγεί καμπόσα. Τήρα να του βάλεις άλλα και θα πληρωθείς καλά. Και να μου δώσεις την κάρτα σου να σου φέρνω πελάτες. 
-Ποιός σε έστειλε ρε; 
Tου Κλέαρχου το γαϊδουρομοδιστράδικο 
όπως είναι σήμερα
-Ο Κλέαρχος. Πήγα να μου πεταλώσει το μουλάρι, του είπα και το πρόβλημα με τα δόντια του μουλαριού και εφτούνος του έβαλε στο στόμα ένα πράγμα και το ζο έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Είδε τα δόντια που λείπανε και μου είπε : Στον Παλούκα και γρήγορα. 
-Α τον κερατά,τον Κλέαρχο. Μου την έκανε πάλι την δουλειά. Ρε πανταβέ δεν σου κόβει το μυαλό σου; Εγώ δεν φτιάνω δόντια για μουλάρια. Των κοριτσιών τα δόντια φτιάνω. 

 Αυτές οι κοπέλες ζούνε τώρα ευτυχισμένες στις πλούσιες χώρες, Αμερική, Καναδά, Αυστραλία. Στα χωρια έμειναν λίγες μάνες και γιαγιάδες. Ελπίζοντας. Σε ένα δωμάτιο έχουν φυλαγμένα μιά λάμπα πετρελαίου, τις αλογοουρές που θυσιάστηκαν και στην μπιζουτιέρα τους....τα χρυσά δοντάκια του Παλούκα. Αυτά που αντικαταστάθηκαν με δόντια φυτευτά.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου