Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΒΑΣ

Από τις Καρατουλιάνικες και άλλες Καστριτοχωρίτικες ιστορίες που  γράφει ο Βασίλης Σπανός 


Το μοναστήρι του προδρόμου είναι χτισμένο στα βράχια απέναντι από το χωριό Τσερβάσι (σημερινή Περδικόβρυση). Παλαιότερα ήταν στην απέναντι όχθη του Τάνου, προς την μεριά του χωριού. Πεντακόσια περίπου μέτρα ψηλότερα από το ποτάμι. Οι συχνές επιδρομές των Σαρακηνών, ανάγκασαν τους μοναχούς να μετακομίσουν την μονή απέναντι στην άλλη όχθη, Εκεί που είναι σήμερα. Κρεμασμένη στον Κοκκινόβραχο. Χελιδονοφωλιά.
Ο ηγούμενος του μοναστηριού είχε τον τίτλο Αβάς.
Στο ποτάμι λειτουργούσε και ο μύλος του μοναστηριού. Στον μύλο άλεθαν οι χριστιανοί τα σιτάρια τους. Από το ξάϊ το μοναστήρι κονόμαγε και οι καλογέροι καλοπερνούσαν. Ο Αβάς ακόμα καλύτερα.
Οι κάτοικοι του χωριού ήσαν υποτελείς στον  Αβά. Κάποτε όταν ένας με το όνομα Μπαζάνος προσπάθησε να αποκοπεί από τον Αβά, βρήκε τον μπελά του.

Τα πράγματα πήγαιναν καλά στο μοναστήρι. Γύρω στα 1800, ένας καλόγερος, βλέποντας ότι ο Αβάς καλοπερνάει είπε μέσα του : 
-Γιατί να είμαι υπηρέτης ατουνού και να μήν γίνω και εγώ Αβάς. Να έχω και εγώ μύλο....
Θα γίνω και εγώ Αβάς. 
Πήρε την ποταμιά και πήγε 1000 περίπου μέτρα μακρύτερα. Αντίθετα στην ροή του ποταμιού. Του άρεσε ο τόπος και είπε:
-Εδώ είναι καλά. Θα φτιάξω δικό μου μύλο. Όχι μόνο μύλο, αλλά και νεροτριβή.

Όταν τον είδαν οι ντόπιοι είπαν μεταξύ τους:
-Το μάθατε; Στον τόπο μας γυρίζει ένας καλόγερος. Τί θέλει τάχα. 
-Ποιός ο Καράτουλας; Τον είδαμε.(Καράς το γνωστό τούρκικο απομεινάρι που σημαίνει μαύρος και τούλα και αυτό απομεινάρι που σημαίνει ρούχο-ύφασμα. Καράτουλας λοιπόν είναι ο μαυροντυμένος.)
-Καλόγερος είναι θα ζητιανεύει. Δεν μας βλάψει.

Δεν ανησύχησαν μέχρι την ημέρα που τον είδαν να χτίζει τον μύλο. Έφτιαξε μύλο, γούρνα για το νερό και μυλαύλακο. Και νεροτριβή. Συγκρότημα πλήρες. Μπήκαν ψύλοι στα αυτιά των χριστιανών.
-Ρε μην μας πάρει το νερό για το μύλο του και ξεραθούν τα περιβόλια μας; Για να ειδούμε τι θα κάνει.

Στον τόπο αυτό έκανε κουμάντο ένας Μπακούρης,
Αυτός ο Μπακούρης είχε φτιάξει "δέση του νερού" του Τάνου και μοίραζε το νερό στους χωριανούς για να ποτίζουν τα περιβόλια τους στις δυό όχθες. Ήταν δίκαιος στην μοιρασιά και οι  ντόπιοι δεν έχαν παράπονο. Ούτε και αυτός.
Έπρεπε λοιπόν ο Μικρός Αβάς να εκτοπίσει τον Μπακούρη για να κάνει την δουλειά του.
Πάει λοιπόν ο καλόγερος καί φτιάχνει δική του δέση, πιο πάνω από την δέση του Μπακούρη. Τόσο πάνω που πιό πάνω δεν γινότανε γιατί ο τόπος ήταν όλο βράχια. Έτσι έγινε  κυρίαρχος. Έπαιρνε το νερό για τον μύλο του και άν πέρσευε, έδινε και στος χωριανούς. Και με πληρωμή βέβαια. Το καλοκαίρι που ο κόσμος ήθελε το νερό για τα περιβόλια, το πρόβλημα ήταν μεγάλο.Το νερό το ρούφαγε ο μύλος. Ήταν και ακριβότερο.

Ο Μπακούρης σιγά -σιγά εκτοπίστηκε. Αργότερα μαζί με άλλους από το χωριό αποικίσανε στο χωριό Αγιά Σοφιά. Στο χωριό αυτό τα επώνυμα των κατοίκων και την σήμερον ημέρα, είναι Καρατουλιάνικα.:  Μπακούρης, Σαβελής, Λαμπίρης, Λυμπέρης,Καραζάνος και άλλα.

Όσοι από τους ντόπιοιους δεν έφυγαν, έμειναν υποτελείς στον Μικρό Αβά. 
Αφού ρίζωσε ο καλόγερος στον τόπο, πέταξε τα ράσα και ξύρισε τα γένια. Αργότερα παντρεύτηκε γυναίκα από διπλανό χωριό και έκανε οικογένεια. Απόγονοί του σήμερα στον τόπο, κάνουν ότι και ο καλόγερος πρόγονός τους.


Στον μύλο.

Για να έρθουν τα φορτώματα στον μύλο, έπρεπε τα ζώα να περάσουν μέσα σπό το ποτάμι.
Και το καλοκαίρι που ο Τάνος έφερνε λίγο ή καθόλου νερό ήταν καλά. Τα ζώα περνούσαν απέναντι χωρίς πρόβλημα. Τον χειμώνα όμως που το ποτάμι κατέβαζε, ήταν δύσκολο.
Έφτιαξε λοιπόν ο τελευταίος μυλωνάς, ο γέρο-Γιάννης, ξυλογέφυρο και τα μουλάρια περνούσαν απέναντι. Συχνά,όμως ο Τάνος φούσκωνε και γινόταν πολύ ορμητικός. Τόσο ορμητικός που μετακινούμε μεγάλες πέτρες και άλλαζε την κοίτη. Παράσερνε και το γεφύρι και το έστελνε αντίδωρο μακρυά στον άλλο άγιο. Τον Αβά που είχε μείνει στο μοναστήρι.
Έφτιανε ο μυλωνάς καινούργιο γεφύρι. Τώρα όμως το σιγούρευε.  Το έδενε στα βράχια με αλυσίδες. Δύο από την μία μεριά και δύο από την άλλη. 
Σήμερα στον τόπο αυτό έχουν μείνει μόνο τα βράχια και οι αλυσίδες.  Ο πανδαμάτωρ χρόνος έστειλε το γεφύρι και τον μυλωνά .....αλλού. 
Εκεί παλεύει ακόμα να φτιάξει το γεφύρι του.

Οι κοντοχωριανοί συνήθως άφηναν τον καρπό στον μύλο και έφευγαν. Ο Μυλωνάς περίμενε να γεμίσει η γούρνα και μετά την άνοιγε και τα άλεθε όλα μαζί. Όταν τελείωνε τους παράγγελνε να πάνε για να πάρουν το αλεύρι.


Με τον σαρύγγαλο.

Ο σαρύγκαλος ήταν ένα μεγάλο όστρακο. Του είχε μιά τρύπα στην μέση. Έβαζε το στόμα του εκεί ο μυλωνάς και φυσώντας με τον κατάλληλο τρόπο έβγαζε ήχο όπως η σάλπιγγα. Πολύ πιο δυνατό μάλίστα. Βουίζανε τα ρέματα και τα κοντοχώρια. Έστελνε πρώτα τρία σήματα με το όργανο και μετά έβαζε την φωνή:
-Να ´ρθείτε να πάρετε τ´ αλέσματα.
Δυό ή τρεις φορές.
Πηγαίναν και τα παραλάμβαναν.
Κάποτε πήγε να πάρει το αλεύρι του και ένας γέρος που ήταν θεόκουφος. Πρωτού κατηφορήσει για τον μύλο στάθηκε στο ξάγναντο και φώναζε κατά το ποτάμι για να ειδεί αν ο μυλωνάς είναι ακόμα εκεί, επειδή όταν δεν ερχόνταν κόσμος τον έκλεινε και ανέβαινε στο χωριό.
-Ρε Γιάννη μυλωνάααα ; Έ μυλωνά.
-Τί ´ναι ρε;
Ο κουφός σαν κουφός που ήταν δεν άκουσε την απόκριση και ξανά φώναξε:
-Ρέ Γιάννη μυλωνά έ μυλωνά;
-Τί ´ναι ρε σου λέω;
Καμία απόκριση.
-Μυλωνά έ μυλωνά;
-Τον κερατά με κοροϊδεύει.
-Ρε Γιάννη είσαι αφτού να πάρω το άλεσμα;
Θυμήθηκε την γειτόνισά του ο μυλωνάς που το σπίτι της ήταν εκεί κοντά που στεκόταν ο κουφός και φώναζε.
-Ρέ Όλγα, έ Όλγα.
-Ποιός είσαι;
-Ο Γιάννης ο μυλωνάς είμαι. Για πες αυτού του κερατά, εδώ είμαι και τον περιμένω, Νά ´ρθει να το πάρει. Θα με ζουρλάνει;
Ζύγωσε τον κουφό η Όλγα, τον γνώρισε, τον τράβηξε από το μανίκι και του έγνεψε με χειρονομίες το μύνημα.


Το ξάι.

Το ξάι ήταν το αλεύρι που βάσταγε ο μυλωνάς για τα αλεστικά. Αυτό ήταν το νόμιμο.Το άλλο ξάι ήταν το κρυφό. Το αλεύρι που κρατούσαν....οι μυλόπετρες. Για την φθορά τους. Έπρεπε να μήν είναι λείες οι μυλόπετρες γιαυτό κάθε τόσο ερχόταν μάστορας και τις ξεπελέκαγε. Να γίνουν σκληρές. Και ο μάστορας πληρωνότανε.
Κονόμαγε λοιπόν από το ξάι ο μυλωνάς. Κονόμαγε και απότην νεροτριβή.


Η νεροτριβή.

Η νεροτριβή ήταν ένας μεγάλος ξύλινος κάδος σε σχήμα αναποδογυρισμένου χωνιού. Σφηνωμένος σε έναν λάκο στο χώμα. Οι μαστόροι που τον τοποθετούσαν, τον έστηναν με την μύτη στην άμμο, τον στείλωναν προσωρινα στην σωστή θέση και μετά γύρω - γύρω τον έκλειναν με χώμα μέχρι μισό μέτρο κάτω από το χείλος. Μετά έπαιρναν τα στηρίγματα και η νεροτριβή ήταν έτοιμη.
Ο κάδος γέμιζε με νερό μέχρι μισό μέτρο κάτω από το χείλος. Εκεί μέσα έρριχναν τις φλοκάτες και τα σαϊσματα μετά από τον αργαλιό, για να γίνουν αφράτα. Το βαγένι ήταν βαλμένο σε τέτοια θέση που το νερό που έριχνε στον κάδο χτύπαγε και στριφογύριζε τις κουβέρτες. Μετά από κάποιες ώρες, οι κουβέρτες γίνονταν αφράτες και τις έβγαζε ο μυλωνάς τραβώντας τες έξω με σιδερένιους γάντζους.
Κονόμαγε λοιπόν από τα νεροτριβιάρικα. Κονόμαγε και από το καθάρισμα του σιταριού.


Η καθαριστική.

Πρωτού να πάει γιά άλεσμα το σιτάρι έπρεπε να είναι καθαρό από άλλους σπόρους. Ήρα, βίκο, άγανα και σπόρους από άλλα παράσιτα. Το καθάρισμα ήταν κουραστικό και έπαιρνε πολύ χρόνο. Οι νοικοκυρές παλέβανε μέρες για να το καθαρίσουν. 
Ο μυλωνάς εκμεταλλεύτηκε και το καθάρισμα.
Αγόρασε καθοριστική μηχανή.
Αυτή ήταν χειροκίνητη. Ένας περιστρεφόμενος κύλινδρος από λαμαρίνα που έρριχναν μέσα το σιτάρι για να καθαριστεί.Έβγαζε αλλού το καθαρό σιτάρι και αλλού,τα περιττά τα σκύβαλα που τα λέγανε.
Κράταγε ο πελάτης το καθαρό σιτάρι για να το πάει στον μύλο, κράταγε και τα σκύβαλα που τάιζε τα ζωντανά του.
Κράταγε και ο μυλωνάς τα καθαριστικά του. Σε χρήμα ή σε είδος.
Την μηχανή την είχε εγκαταστήσει σε ένα μικρό χαμηλό σπίτι στο κεφαλοχώρι τον Άγιο Νικόλα (σημερινό Καστρί). Στον ίδιο χώρο δούλευε και την ταβέρνα.Ήταν και ταβερνιάρης.
Κονόμαγε λοιπόν και από την ταβέρνα.


Η ταβέρνα.

Στην ταβέρνα πελάτες ήσαν οι χωριάτες που καθάριζαν το σιτάρι τους. Όχι μόνο αυτοί. Σύχναζαν και μαγαζάτορες της αγοράς και άλλοι από τα γύρω χωριά. Αυτοί που έρχονταν στον Άγιο Νικόλα να ψωνίσουν. Καθημερινές και τις Κυριακές που είχε το παζάρι. Είχε πολύ κόσμο το παζάρι γιατί έρχονταν άνθρωποι όχι μόνο από τα καστριτοχώρια, αλλά και από μακρύτερα. Σιταινιώτες και Αγιοπετρίτες που πούλαγαν καυσόξυλα από τον Μαλεβό, Βερβαινιώτες και άλλοι. Οι πραμάτειες απλωμένες ολόγυρα στην ταβέρνα.

Στην ταβέρνα σύχναζε και ο κουρέας της αγοράς ο Μήτσος
Όπως και οι άλλοι αγοραίοι έπινε βερεσέ. Με πίστωση.
Έμπαινε λοιπόν ο  κουρέας με την παρέα του και τά ´πινε. Άλλωτε κρασί και μεζέ, άλλωτε κρασί ξεροσφύρι και άλλωτε την σπεσιαλιτέ του γέρου, το μπουμπάρι. Αυτό ήταν άντερο παραγεμισμένο με τα σπλάχνα του σφαχτού. Ήταν εξαιρετικός μεζές και λίγοι τον απολάμβαναν γιατί ήταν ακριβός.
Μια μέρα λέει ο γέρος στον κουρέα:
-Μαζετήκανε πολλά Μήτσο. Γιά να μου δίνεις και τίποτα;  Και μή μου ειπείς δεν έχεις;  Στο κουρείο βλέπω περιμένουνε ουρά.
-Άει δουλειά σου.Τίποτα δεν κάνω. Μεροδούλι - μεροφάι......Αλλά για τήρα ρε μπάρμπα τί σου χρωστάω. Να ειδώ βγαίνω ;
 Ανοίγει το τευτέρι ο γέρος και διαβάζει :
    Κουρέας.
Τάδε του μηνού κρασί, τόσα.
Τάδε του μηνού κρασί μεζέ τόσα.
Τάδε του μηνού κρασί, τόσα.
Τάδε του μηνού κρασί, μεζέ,  μπουμπάρι τόσα.
Τάδε του μηνού (επόμενη) κρασί, μεζέ, μπουμπάρι, τόσα.
Ταμπλιάστηκε ο κουρέας.
-Για κάτσε ρε μπάρμπα. Κάθε μέρα κρασι, μεζέ, μπουμπάρι; Σβήσε καμπόσα;
-Α Μήτσο. Δεν γίνεται. Ότι γράφει δεν ξεγράφει.
Δαγκώθηκα ο κουρέας, στρίφτηκε, αλλά τα πλήρωσε. Αλλά είπε μέσα του.-Έννοια σου γέρο και θα σε φτιάξω.

Στην ταβέρνα έμπαινε και ένας φοροεισπράκτορας όταν πέρναγε από το χωριό καβάλα στο μουλάρι του. Τσιμπολόγαγε κάτι για αντέξει να πάει στην Τρίπολη να παραδώσει τις εισπράξεις της βδομάδας.
Μια τέτοια μέρα λοιπόν - απότι λένε-συνέβει το εξής:
Αφού έφαγε γίδα βραστή ο άνθρωπος, ήπιε και λίγο παραπάνω. Έβγαλε να πληρώσει. Ο ταβερνιάρης που έβλεπε τις τσέπες του γκαστρωμένες, τον κέρασε ακόμα ένα κρασι "εκ της διευθύνσεως". Τον απόκανε τον άνθρωπο. Κάτι τάχα με τα ρέστα κάτι μού δώσες κάτι σούδωσα και του κλέβει όλον τον "αφρό".
Λένε οι κακές γλώσσες, πως τάχα με τον "αφρό" αγόρασε χτήμα κοντά στο Άργος. Ο καϋμένος ο φορατζής με τα ψιλά νοίκιασε κάμαρα στην φυλακή.


Στο κουρείο.

Ο γέρος δεν παραπήγαινε στον κουρέα. Όταν πήγαινε κουρευότανε βερεσέ και εκείνος.
Εκείνο το απόγευμα πήγε για να συγυριστεί επειδή το βράδυ θα πήγαινε να ψάλλει στην εκκλησία.
Χαιρέτισε τον κουρέα και του ζήτησε να τον κουρέψει και να τον ξυρίσει.
-Έχεις κολόνια Μήτσο;
-Έννοια σου μπάρμπα. Και κολόνια έχω και λάδι για τα μαλιά έχω άμα θέλεις. Έχω και καλό ψαλίδι.(Υπονοούμενο).
-Βάλε μου απόλα γιατί θα πάω να ψάλλω στον Αγιάννη.

Τον έφτιαξε ο κουρέας και εκείνος έκανε να φύγει.
-Για στάσου ρε μπάρμπα, έχουμε κάτι υπόλοιπα δεν με ξοφλάς;
-Ναι ρε Μήτσο για τήρα τι είναι;
Ανοίγει ο κουρέας το δικό τευτέρι και διαβάζει :
Τάδε του μηνός ξύρισμα, τόσα.
Τάδε του μηνός ξύρισμα, τόσα.
Τάδε του μηνός ξύρισμα κούρεμα τόσα.
Τάδε του μηνός ξύρισμα κούρεμα τόσα.
-Για στάσου ρε Μήτσο. Πότε τα έκανα όλα τούτα τα κουρέματα και τα ξυρίσματα ;
 Και ο κουρέας που περίμενε την ερώτηση και του την είχε στημένη την παγίδα, του λέει :
-Τότε που εγώ έπινα κρασί στην ταβέρνα σου και έτρωγα μεζέ, κρασί, μπουμπάρι μπάρμπα Γιάννη. Δανικά τ´ αλεύρια Αλευρά.
-Α ρε μήτσο. Πάνωγράφω και εγώ. Εσύ όμως το παρακάνεις.
Έβγαλε και πλήρωσε σαν σκασμένος.
Βγήκε από το κουρείο, αλλά αντί να πάει τον κατήφορο για την ταβέρνα...πήρε τον ανήφορο.
-Πού πας ρε μπάρμπα τον ανήφορο:  Κατά κάτω είναι η ταβέρνα;



Στην εκκλησία.

Ήτανε Μεγαλοβδομάδα και ο μπαρμπα Γιάννης ο μυλωνάςθα πήγαινε στη εκκλησιά να ψάλλει τον Νυμφίο.
Έστρωσε την φλοκάτη η γριά του στο σαμάρι, του έβαλε καρέκλα να πατήσει και να καβαλικέψει. Καβάλα στο γαϊδούρι αντρικά.
-Κρατιού Γιάννη. Μην προγκήξει το ζωντανό και με βρεί κανά προφαντικό. Έχεις πιεί και πολύ κρασι.
-Μην σκιάζεσαι γριά. Καλά θα πάμε. Να ειδείς πως θα ειπώ και τον Νυμφίο.
Μπροστά η γριά τραβώντας και από πίσω το φορτωμένο γαίδούρι, κατηφόρησαν για τον Αγιάννη. Φτάνοντας τον βόηθησε να ξεκαβαλικέψει. Μπροστά ο γέρος καί πίσω η γριά μπαίνουν στον ναό.
Προσκυνάει ο γέρος, στέκεται και γυρίζει το κεφάλι αριστερά κατά πίσω, που στεκόνταν λίγες γυναίκες. Τους πήρε μέτρα και γυρνώντας δεξιά προχώρησε κατά το δεξί ψαλτήρι. Το αριστερό ήταν άδειο.
Δυό παιδιά που στεκόνταν εκεί μέργιασαν και ο γέρος άραξε στο μεσιανό στασίδι. Δοκίμασε να σταθεί ορθός,αλλά το κρασί και τα χρόνια δεν τον άφησαν. Φόρεσε τα γυαλιά, έπλεξε τα δάχτυλα και ακούμπησε το μέτωπο πάνω στις δεμένες παλάμες.  Στήλωσε τους αγκώνες στο στασίδι και κάθισε. Σχεδόν σωριάστηκε. Φαινόταν να προσπαθεί να συμμετέχει. Ή ...να παλεύει να μείνει ξύπνιος. 

Κάποια στιγμή ήρθε η σειρά του Νυμφίου. Τα παιδιά στρέψανε το βιβλίο με τα μεγάλα γράμματα να το ειπεί γέρος. Από σεβασμό.
Ο γέρος κατάλαβε ότι δεν θα τα καταφέρει. Γύρισε το βιβλίο προς ένα από τα παιδιά και είπε: Λέγε το σύ.
Το παιδί άρχισε να το ψέλνει.Τότε σηκώνει το κεφάλι ο γέρος και μεγαλοφώνως...διορθώνει;
-Τί εν τω μέσω της νυκτός και νυκτός ρε;  Έτσι το μάθατε; Νά πως το λέμε:
Και αρχίζει το δικό του.
Ο λίγος κόσμος δεν ήξερε τι να κάνει. Άλλοι δαγκώνονταν και άλλοι γέλαγαν.
Κινάει η γριά του και πάει στο ψαλτήρι:
-Έλα Γιάννη τώρα. Καλά τα είπες. Να πηγαίνουμε τώρα γιατί είναι έτοιμος να βρέξει. Δεν έχω και πολύ λάδι στο φανάρι. Να ειδούμε να πάμε σπίτι μας.
Τον πιάνει από το χέρι και έδώ να πέσει εκεί να σταθεί, κάνουν να βγούν. Κοντοστέκεται πάλι και κοιτάζει πίσω του κατά τις γυναίκες. Βγαίνουν, τον ανεβάζει στο γαϊδούρι και κατηφορίζουν.
Ωσπού να πάνε σπίτι έπιασε η βροχή.
Την φοβότανε την βροχή ο γέρος. Ο λόγος ήταν ο μεγάλος βράχος που απειλούσε να διαλύσει το βαγαίνι του μύλου.
-Εκείνος ο βράχος Μαριγώ μου έχει γίνει εφιάλτης. Με τούτες της βροχές θα κατρακυλήσει και θα μου το διαλύσει το βαγένι.
- Άσε γέρο να περάσουν οι άγιες μέρες και μετά θα πάς με την βοήθεια του Αγιάννη, να τον μεριάσεις τον βράχο.


Ο μικρός Αβάς και ο βράχος.

Πενήντα μέτρα πιό πάνω από τον μύλο στην πλαγιά, μιά μεγάλη πέτρα - βράχος απειλούσε να κατρακυλήσει και να πέσει στο βαγένι του μύλου. Να το διαλύσει. Όλο έλεγε να τον μεριάσει,  αλλά μόνος δεν μπορούσε. Ήθελε και βοήθεια.
Την Κυριακή του Θωμά το αποφάσισε. Αγγάρεψε ένα γειτονόπουλο και πρωί-πρωί φτάσανε σον βράχο.
Το παιδί τραβώντας και ο μυλωνάς σπρώχνοντας (σαν τα γνωστά σκαθάρια) επιχείρησαν  την μετακίνηση της πέτρας. Μια τούμπα μετά την άλλη,την πήγαν παράμερα. Ο γέρος έκανε πίσω και την κοίταζε. 
-Καλά μου φαίνεται εδώ Γιώργη. Τώρα το μυαλό μου ησύχασε. Πάμε να φύγουμε. 
Αμ δεν πήγαν μακρυά. Ξανακοιτάζει ο γέρος και λέει:
- Ρε Γιώργη δεν πάμε να την σπρώξουμε λίγο μακρύτερα; Να μήν έχω κανένα φόβο;
-Και δεν πάμε μπάρμπα;
Πιάνονται πάλι από τον βράχο. Αυτή την φορά και οι δυό σπρώχνοντας.
Πρώτη τούμπα δεύτερη τούμπα και ο βράχος....αποφασίζει να κινηθεί αυτόνομα. Τους αποχαιρετάει και με ορμή κατηφορίζει και χάνεται πίσω από κάτι πουρναριές.
-Εντάξει τώρα Γιώργη. Δεν μας κούρασε. Πήγε μόνος του στη κατάλληλη μεριά. Πιο καλύτερα δεν γινότανε.
Φεύγοντας λέει ο γερο μυλωνάς:
-Δεν πάμε και μέχρι την νεροτριβή: Έχω ρίξει κάτι φλοκάτες. Να ειδώ μην γίνανε να τις βγάλω;
Κάνανε πέρα. Μπροστά ο γέρος και από πίσω το παιδί. Κάνει ο γέρος έτσι και πέφτει ξάπλα. Με τα χέρια και τα πόδια να μουντζώνει τον ουρανό.
-Σε πιστέψαμε. Σε λατρέψαμε. Σε προσκυνήσαμε. Σε ψάλλαμε. Σου ανάψαμε κεριά και λιβάνια. Τί άλλο σου χρωστάμε :
Το παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Φτάνοντας εκεί που ήταν ο γέρος ξάπλα,κοιτάζει κατά την νεροτριβή και τί βλέπει ;
Ο βράχος σφηνωμένος μέσα στο μεγάλο ξύλινο χωνί αγκαλιά με τις φλοκάτες και τις δόγες διαλυμένες.

Σήκωσε τον γέρο και κίνησαν να γυρίσουν στο χωριό.
Εκείνη την ώρα η καμπάνα του Ρούβαλη (σημερινή Νέα Χώρα0, χτύπαγε τις τέσσερες λυπητερες καμπανιές :
  "Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομε κατά πάντα και δια πάντα ! ! ! "


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου