Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

ΠΟΥΡΝΑΡΙΕΣ ΓΚΟΡΤΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΑΝΕΣ

Τo Ξεροκάμπι...Κάπου στο βάθος
μαντεύει κανείς τα Χτίρια
Γράφει ο Βασίλειος Ε. Σπανός 

 Η μάνα του Γιάννη, ραπτομηχανή. Απ'  την  Οικοκυρική Σχολή Λαμπρενας. Ο πατέρας του χτίστης. Τετάρτη δημοτικού. Το κρασί άρεσε πολύ στον πατέρα του. Όταν σωνότανε το δικό τους έστελνε τον Γιαννάκη και του αγόραζε στήν θεια Γιαννούλα. Εκατό οργιές μακρυά. 

Έξυπνη καλοσυνάτη η θεια Γιαννούλα. Κυρία. Δέν ανακατευότανε σε κουτσομπολιά. Πήγαινε τό πρωί τό γάλα στήν παρέα και μετά σπίτι. Είχε και τους γέρους να φροντίσει. Εκατό δρασκελιές μακριά, αλλά για νά πάει ο Γιάννης ως εκεί, είχε ανοίξει δρόμο σε ξένα γεννήματα. Αυτή του γέμιζε το μπουκάλι και τον φίλευε αχλάδια. Γινομένα ζουμερά αχλάδια που τά έφερνε από τά Χτίρια. Πέρναγε δυο-τρεις ημέρες. Μετά μούρα. Νόστιμα μούρα από του Κυριαζή τις μουριές...

 Ένα σαββατόβραδο ο πατέρας λέει της μάνας: 
-Αύριο θα πάμε νά σπείρουμε στά Χτίρια. 
 Είχε ακούσει τον πατέρα του να μιλάει για τα Χτίρια πολλές φορές και όλο τον έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι είναι αυτά τα Χτίρια. Είχε φτιάξει μιά εικόνα, με μεγάλα κτίρια μέσα σε περιβόλια με αχλαδιές. 
-Αύριο θά έρθω καί γώ μαζί σου-λέει στον πατέρα του.
 -Ναρθείς, αλλά μή μου πείς κει πάνω που θά πάμε, ότι θέλεις να φύγουμε αρον-άρον; Θα κάτσουμε μέχρι νά νυχτώσει. 

Το πρωί έλυσε ο πατέρας το βασταγό απ το παχνί, φόρτωσε στο ένα πλευρό το αλέτρι και ένα ξινάρι στενό, στο άλλο το σακί με το σπόρο, την τσώτρα με το κρασί από τη θεια Γιαννούλα,το ταγάρι με το μεσημεριάτικο, έβαλε τον Γιάννη πισωκάπουλα και αυτός και η μάνα με τα πόδια, ξεκινήσανε για τα Χτίρια. Μπροστά ο πατέρας, πίσω η μάνα. Δρόμοι στενοί. Μουλαρόδρομοι, ανηφόρες. Άιντε και άιντε φτάσανε σε κάτι χωράφια. Ξεκαβαλάει ο Γιάννης, ξεφορτώνουνε τη βασταγούρα. 
-Πατέρα πού ναι τα Χτίρια;
-Εδώ που είμαστε. 
-Και πού είναι τα σπίτια, η εκκλησιά, το σκολειό; 
-Τί σπίτια και σκολειό μου κουβεντιάζεις; Εδώ είναι μόνο χωράφια, πουρναριές γκορτσιές και αφάνες. Και λίγες αχλαδιές εκεί της θεια Γιαννούλας που αγοράζουμε κρασί.
 -Γιατί δεν τα λέμε πουρναριές, ή γκορτσιές ή αφάνες, αλλά τα λέμε Χτίρια;
-Δεν τακούς καλά. Δεν τα λέμε Κτήρια, αλλά Χτίρια. 
-Γιατί τα λέμε Χτίρια;
 -Ωχ συ θα μου βγάλεις τη ψυχή. Να δούμε πότε θα σπείρουμε.
 -Πατέρα εγώ μπορώ να περάσω και χωρίς ψωμί. Μού φτάνει να μαθαίνω. 
-Να μαθαίνεις, αλλά με την κοιλιά άδεια δεν μπορείς να μάθεις τίποτα. Άσε τώρα να κάνουμε και καμπόση δουλειά γιατί τον χειμώνα θα μου λες πεινάω. 

Άφησε τον Γιάννη και πήγε να ζέψει τη γαϊδούρα. Η μάνα έβγαζε βορβούς στα γειτονικά χωράφια με το στενό ξινάρι και ο Γιάννης έψαχνε για κοσυφοφωλιές.
 Ήρθε το μεσημέρι, κάτσανε κάτω απ τή γκορτσιά, να φάνε. Τα γκόρτσα χάμω στρώμα. Πάνω απλωμένη η φημερίδα, παξιμάδια βρεμένα, ελιές, τυρί και η τσότρα από κοντά. Τα πάντα. Απόλαυση. 

Το σπίτι του μπαρμπα Αλκίδη 
 όπως είναι σήμερα 
Πάνω που κολατσίζανε, να σου ο Μπάρμπα Αλκίδης με μια μουτζήθρα.
-Πως τα πάτε ρε ανιψούδια; 
-Δόξα τω Θεώ μπάρμπα καλά. Εσύ πώς περνάς εδώ πάνω μονάχος; ρωτάει ο πατέρας. 
-Δόξα τω Θεω πολύ καλύτερα από το χωριό. 
-Και πού πηγαίνεις για εκκλησιασμό; ρωτάει ο Γιάννης. 
-Δίπλα στον κήπο μου. 
-Και άνευ παπά και ψάλτη; 
-Δεν μού χρειάζονται παιδί μου. Εκεί κάθουμαι σε μια πέτρα και μιλάω με τον Θεό. 
-Είναι και ο Θεός εκεί; 
-Αμ´ πού είναι. Στα λάχανα είναι, στις κολοκυθοκορφάδες είναι, στις μέλισσες είναι. Στα αρνάκια μου και σε όλα ένα γύρω που φυτρώνουν, ανθίζουν, βγάζουν καρπούς, τούς σπέρνουν τριγύρω και μετά πεθαίνουν..... Φτούνη τη γαϊδούρα την είχες από καιρό ανιψιέ; 
-Πέρυσι την πήρα από τον γείτονα τον Κουνουφόγιαννη τον Τσαμπάση. Τούδωσα ένα παλιομούλαρο κλωτσιάρικο και κάτι ακόμα και πήρα τούτο το βασταγό. Καλό μου βγήκε το παίρνει η Δημήτρω και φέρνει κάστανόκλαρες από τού Σαϊτά για τα ζωντανά. Φέρνει και νερό, από τη βρύση του Λογοθέτη. Με τα βαρέλια που της έφτιαξε ο γερο Στριφτόμπολας. 
-Ζει ο Γιάννης; 
-Ναι αμδά ; Εκεί όλο βλστήμια είναι και την μαύρη την Ειρήνη δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί. Όλα από εκείνη τα περιμένει. Διαταγές- διαταγές. Φέρε το κρασί μωρή από το υπόγειο, σίμπα τη φωτιά και πήγαινε στα Μπακουρέκα, να ειπείς του γέρο Κώτσιου να ρθεί για την ξερή....

 Εκείνοι λέγανε και το μυαλό του Γιάννη αλλού: Χτίρια ή Κτήρια; 
-Ρε πατέρα ο μπάρμπας, μιά ζωή εδώ πάνω θα ξέρει για τα Χτίρια. 
-Θα μ´ αφήσεις να πάει μια μπουκιά μέσα μου; Δεν ρωτάς και τον δάσκαλο; 
Παρεμβαίνει ο μπάρμπα Αλκίδης
-Άκου ανηψιούδι; Στο σπίτι σας πάνω από την εξώπορτα, είναι μια μαρμαρένια πλάκα πού την έχει βάλει ο παππούλης σου, ο μακαρίτης όταν το χτίζανε. Εκεί μού φαίνεται πως έχει γράψει κάτι που μπορεί να σου μάθει πολλά.

Έγειρε ο ήλιος, ήρθε απόγιομα, τα μάζεψαν και άιντε-άιντε, πήρανε την κατηφόρα να γυρίσουνε στο χωριό. Απέναντι ο Αγιώργης του Μπερνορή. Κόσμος πολύς και τα ρέματα βουϊζανε από τα όργανα το κλαρίνο του Τσούλκα και το λαούτο του Γιατρίδη,του Παναγιώτη. Ο Γιάννης δεν χόρταινε την χαρά της ζωής. Στο ποτάμι ποτίσανε τη γαϊδούρα, που είχε σκάσει για νερό. Ανηφορίζοντας, σταματάει ο πατέρας το βασταγό και δείχνει έναν βράχο. 
-Τον γλέπεις Γιάννη τούτο τον βράχο, είναι ο Βράχος του Αναστάση. Όταν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια γερνάνε και δεν τα χρειαζόμαστε πλιά, εκεί τα πετάμε. Τα σούρνουμε στην άκρη το αμπέλι, δύο σπρωξιές και τα μουλάρια κυλάνε στον γκρεμό. Πάνε να συναντήσουν τα οστά των παππούδων τους. 
Άν δεν τα έχουν φάει οι αλεπούδες. 
-Α είναι σαν "ΟΙΚΟΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ ΧΑΝΙΩΝ"
-Ο Βράχος του Αναστάση είναι. 
-Και τα κλαρίνα και τα λαούτα γιατί βαράνε;  
Του Γιάννη κάπως του κακοφάνηκε η άλλη πλευρά της ζωής. 

Περάσανε μετά από το λυμπερέικο αλώνι και να πού φτάσανε στο πατρικό τους. Στην εξώπορτα η γιαγιά Μάρθα, με μια κανάτα και ένα κύπελλο, κέρναγε τούς μπαϊλντισμένους περαστικούς και τις μανάδες, που ζαλωμένες τα βασαγάρια με ξύλα για το φούρνο, εκείνη τήν ώρα γυρίζανε απ τη παιδεμάρα τους. Έδωσε και του Γιάννη την κούπα. Σηκώνει το κεφάλι για να ρουφήξει και πέφτουν τα μάτια του στην πλάκα τού παππούλη : 


ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΜΟΥ,ΑΥΡΙΟΝ ΕΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΤΙΝΟΣ 

Τότε έβγαλε ο μικρός ο Γιάννης το συμπέρασμα : "Χτίρια" είναι όλες γενικώς οι ιδιοκτησίες, που έχουν μια παραξενιά: Να μην είναι ιδιοκτησίες... 

2 σχόλια: