Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Τα κουκιά

Τα Λυμπερέκα
Από τις Καρατουλιάνικες και άλλες Καστριτοχωρίτικες ιστορίες που  γράφει ο Βασίλης Σπανός
 

Στα παλιά χρόνια στου Καράτουλα το πέρα χωριό, τα Λυμπερέκα, γινόταν γάμος. 
Γλέντι, χορός, κρασί και μεθύσι. Όλοι έπιναν... Μόνο ο κλαριντζής δεν έπινε. Αυτός έπαιζε το κλαρίνο για να χορεύουν οι μεθυσμένοι. Μισοπιωμένος..και ο γαμπρός. 

 Το στόμα στο κλαρίνο του κλαριντζή και τα μικρά του μάτια, που μόλις διακρίνονταν πάνω από τα φουσκωμένα μάγουλα, καρφωμένα στής νύφης τον πωπό. Και με το αρωστημένο του μυαλό, τι σκέφτηκε: Μεθυσμένος τούτος ο παράλυτος, δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα στο κρεβάτι. Ας αναλάβω εγώ την εργολαβία. Να μην πάει η νύφη στράφι. 

 Ο γαμπρός είχε περιβόλι μακριά χαμηλά στον λογγό, όπου είχε φυτεμένα κουκιά. Τα κουκιά είχαν καρπίσει, μεστώσει και σκόπευε για να ευχαριστήσει την νύφη, να την πάει το επόμενο πρωί στον λογγό, να την χορτάσει νόστιμα τρυφερά ωμά κουκιά. 

 Πριν σχολάσει το γλέντι, πιάνει ο κλαριντζής το παιδί που μάζευε τα λεφτά από τις παραγγελιές και το ορμηνεύει τι να κάνει. Φεύγει χάνεται το παιδί γυρίζει σε μια ώρα και λέει του γαμπρού: 
- Γαμπρέ σου φέρνω κακά μαντάτα. 
- Τί ´ναι ρε ; 
- Στο περβόλι στον λογγό έχει μπει κλέφτης και σου μαζεύει τα κουκιά σου. 
- Ναί ρε; 
- Αλήθεια μπάρμπα. Τρέξε τρέξε. 
Παρατάει την νύφη ο γαμπρός, και μιά και δυό φεύγει για το λογγό να πιάσει τον κλέφτη. Έφυγε ο γαμπρός- σχόλασε το γλέντι. 

Παίρνει την νύφη η μάνα της, την πάει στην κάμαρα και ξαπλώνουν στο κρεβάτι. Εκείνα τα χρόνια η μάνα συνόδευε την κόρη στο νυφικό κρεβάτι. Όχι μόνο την συνόδευε, αλλά πλάγιαζε μαζί με το αντρόγυνο, για να βοηθήσει -σαν έμπειρη η ίδια- την άπειρη κόρη. Και σαν αυτόπτης μάρτυρας για επιβεβαίωση της αγνότητας της κόρης. Είχαν σβήσει το λυχνάρι και περίμεναν τον γαμπρό για ...την τελετή. Στα σκοτάδια. 

Πρωτού να επιστρέψει ο γαμπρός από τον λογγό με τα κουκιά, πρόλαβε ο ....κλαριντζής και πήρε την θέση του (του γαμπρού) στο στρώμα. Φρού φρού τα στρωσίδια, απλώνει το χέρι η μάνα κατά την μεριά του γαμπρού για να ...δείξει τον τρόπο και πιάνει κάτι ....σκληρότερο από αυτό που προσδοκούσε. Το ζουλάει και καταλαβαίνει ότι κρατούσε...το κλαρίνο του κλαριντζή, που κρεμόταν από το ζωνάρι του.....Άρχισε να κοπανιέται τραβώντας τα μάγουλά της απελπισμένη και να λέει φωναχτά:
 - Κακό που έπαθα η μαύρη, για τον καραμουζιάρη παιδευόμουνα; 

 Αφού όλα βγαίνουν στο φώς, μαθεύτηκε το πράγμα σε όλο το χωριό. Και από τότε ο γαμπρός απόχτησε άλλο όνομα πιό εύκολο. "Κουτσιάς" 
Σημειωτέον στο χωριό εκείνη την εποχή, αντί να προφέρουν "κ" επρόφεραν "τσι". Αντί "καί" έλεγαν "τσιέ". Αντί,να πούν "εκείνος" έλεγαν "ετσείνος". Οπότε αντί να ειπούνε κουκιά λέγανε "κουτσιά" και αυτός που νοιαζότανε για τα κουκιά, πιό πολύ από το "άλλο", τον είπανε "Κουτσιάς".

 Ο κλαριντζής ήταν ο παππούς του μακαρίτη του Τάκη Μαρινάκου Πανάρετου ή ο προπάππους του ο Αριστείδης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου