Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

"Άνθισε πάλι η αμυγδαλιά" και "Ιστορίες που φέρνουν γέλια από τα πολύ παλιά."

Δυο κείμενα της καστρίτισσας δασκάλας, Αρετής Καβάσαλη Αναστοπούλου


Άνθισε πάλι η αμυγδαλιά 

Άνθισε πάλι η αμυγδαλιά και ας δείχνει το ημερολόγιο πως βρισκόμαστε στου χειμώνα την καρδιά. Άνθισε πάλι η αμυγδαλιά και ο βοριάς φυσομανά και γύρω βασιλεύει η παγωνιά. Των δέντρων τα κλαδιά κουρασμένα από την μόνιμη σχεδόν σκουρόχρωμη του ουρανού την φορεσιά, αποζητούν του ήλιου το θερμό χαμόγελο να τους ζεστάνει το λευκό τους αίμα για να ντυθούν να ομορφύνουν να καρπίσουν. Και ενώ σε αυτό τον μελαγχολικό χειμωνιάτικο πίνακα όλο και κάποια μελανιά πινελιά απρόσκλητη πηγαίνει η τολμηρή αμυγδαλιά υψώνει το λάβαρο της ελπίδας. Με αποτέλεσμα ν’ αλλάξει την διάθεση σε όσους έχουν μάτια να βλέπουν. Στην συνέχεια στέλνει με το φτερωτό χελιδόνι, παραγγελιά στην κυρά- Άνοιξη πως είναι πια καιρός να ξεκινήσει. Στα μελίσσια που πονά δίνει το μέλι της καρδιάς της , και σε όλα γύρω χαρά και απαντοχή. Αδιαφορεί για τον ποιητή που κάποτε την είχε πει τρελή. Αλλά και για του βοριά την παγωνιά που καμιά φορά της θυμώνει και της τσαλακώνει την νυφική της φορεσιά. Εκείνη ένα έχει στον νου της και την καρδιά: Να δώσει σ’ όλα ζωή και να σκορπίσει το χαμόγελο της ελπίδας και της χαράς. Και το πετυχαίνει. Ποιος όμως της δίνει την δύναμη αυτή; Πάντα πίσω απ΄ τα δημιουργήματα υπάρχει ο δημιουργός. Κάποτε κάποιος την ρώτησε αν υπάρχει Θεός και ‘κείνη ανθοφόρησε. Και κάτι ακόμη. Η αμυγδαλιά, η ομορφιά της τόλμης μέσα στο Φλεβάρη μας δίνει μαθήματα θάρρους όπως και ελπίδας. Πετώντας τους ανθούς του χαμόγελου μας προτρέπει να μην κιοτεύουμε, να προχωρούμε να νικάμε. Ας ακούσουμε την λουλουδένια της σιωπή.


---------------------------------------------------------------------

Ιστορίες που φέρνουν γέλια από τα πολύ παλιά. 

Αξύριστος ήρθες άντρα μου; Σε πολλές περιπτώσεις ο πάντα ευχάριστος Γιώργος όταν πρόκειται για κάτι ψεύτικο πέταγε ένα: Αξύριστος ήρθες άντρα μου; Προκαλώντας τα γέλια σε όσους ήξεραν την απίστευτη παλιά ιστορία. Στο άκουσμά της ίσως αλλάξουμε διάθεση που μας χρειάζεται. Μια μέρα λοιπόν απόγευμα η Βαγγελιώ ήταν στο σπίτι με τα μικρά της. Κάποια στιγμή χτυπάει η πόρτα και μπαίνει μέσα η γειτόνισσα τους η Βασίλω αναστατωμένη. Κάθεται σ’ ένα σκαμνί και βγάζει ένα βαθύ αναστεναγμό. Δεν έκρυβε την στεναχώρια της και μπαίνει αμέσως στο θέμα τούτο που ‘παθα Γιαννού; Δεν θα το πω ούτε του παπά. Όμως σε σένα θα το ομολογήσω, αλλιώς θα σκάσω. Σε βλέπω που είσαι σκασμένη και ανησυχώ, την συμπόνεσε η Γιάννου. Και κείνη συνέχισε ανυπόμονα. « Το κοντομεσήμερο Γιαννού μου γύρισε ποια λες από το χωράφι μετά κόπου; Πήρε μια μπουκιά ψωμί με δυο ελιές και πήγα στο κατώι να ταΐσω το γουρούνι. Κάπως δίψασα και είπα να πιω από το βαγένι μια γουλιά κρασί. Όμως φαίνεται το παρατράβηξα, καθώς ήμουν αποσταμένη και ξαφνικά με παίρνει ο ύπνος. Η Γιαννού άκουγε με ενδιαφέρον περιμένοντας να μάθει γιατί όλη αυτή η ταραχή. Φαίνεται που λες πως τα ζωντανά ξέρουν να συμπονούν. Καθώς το γουρούνι με έβλεπε να έχω σωριαστεί εκεί σαν πεθαμένη ήρθε κοντά μου και άρχισε να με σκουντά. Για μια στιγμή νιώθω την μούρη του στο πρόσωπό μου και μέσα στο βαθύ μου λήθαργο άρχισα να μονολογώ: Αχ Πάνο μου αξύριστος μου ήρθες; Γιατί τόσα γένια Πάνο μου; Πήγαινε να ξυριστείς και μετά τα βρίσκουμε. Και δος του πάλι απ’ την αρχή. Αχ! Πάνο μου!! Μέχρι που κάποια στιγμή συνήλθα και ντράπηκα τον εαυτό μου. Ξέφυγα Γιαννού μου από το σωστό δρόμο αλλά για τελευταία φορά. Σιώπα καημένη την καθησύχασε η φιλενάδα της. Και εγώ φοβήθηκα ότι σου συνέβη κάτι κακό. Έλα τώρα Βαγγελιώ φτιάξε μας ένα καφεδάκι να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Είπανε πολλά οι φιλενάδες εκείνο το απόγευμα και χώρισαν ευχαριστημένες. Όμως η ιστορία της Βασίλως περπάτησε και έφτασε ως εμάς. Ίσως γελάσουμε και εμείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου