του Βασίλη Ι. Κοσμά
Προδημοσιεύω σήμερα ένα κομμάτι από το βιβλίο μου-αφιέρωμα μνημόσυνο στον πατέρα μου Κοσμόγιαννη, το οποίο είναι σχεδόν έτοιμο για έκδοση. Όσοι γνώρισαν και θυμούνται τον Κοσμόγιαννη, καταλαβαίνουν, ότι τα περισσότερα κομμάτια είναι ακατάλληλα προς δημοσίευση. Δημοσιεύω όμως σήμερα ένα κομμάτι από το βιβλίο μου με επίκαιρο θέμα: Εν Ιορδάνη
Παραμονή των Φώτων, όπως όλες οι οικογένειες νηστεύαμε. Το πρωί που ξυπνάγαμε, πλενόμαστε, ετοιμαζόμαστε, πίναμε τον αγιασμό που είχαμε φυλάξει στο εικόνισμα από πέρυσι και πηγαίναμε εκκλησία.
-Ο μεγάλος αγιασμός, έλεγε η μάνα μου, είναι ανώτερος από τη θεία Κοινωνία. Είναι ευλογημένο νεράκι και όσα χρόνια κι αν περάσουνε, εκεί στο εικόνισμα δε θα πάθει τίποτα. Αν βάλεις απλό νερό σε ένα μπουκάλι σε ένα χρόνο μέσα θα έχει μυρίσει και σε δυο χρόνια θα έχει μουχλιάσει. Ο αγιασμός δε θα χαλάσει ποτέ!
Σχόλαγε η εκκλησία, παίρναμε το νέο αγιασμό. Με το νέο αγιασμό αγιάζαμε το σπίτι, το κατώι, τα ζωντανά μας. Όπως όλος ο κόσμος.
Κατά το μεσημεράκι με έπαιρνε ο πατέρας μου, να πάμε να αγιάσουμε και τα περιβόλια μας. Έπαιρνε τη λεκάνη με τον αγιασμό και το κλωνάρι το βασιλικό και άρχιζε το άγιασμα, ψέλνοντας:
-Εν Ιορδάνη, που ναι η μάνα σου ρε Γιάννη; Στον ποταμό και πλένει…
-Τι λες ρε μπαμπά;
-Ρε την καταραμένη. Μου δωσε μια δεκάρα παππούλη να σου δώσω….
-Δεν είναι έτσι το τροπάριο, άρχιζα να εκνευρίζομαι εγώ και να του φωνάζω.
-Ναι παιδί μου, αλλά λέγε και συ.
-Εν Ιορδάνη
-που ναι η μάνα σου ρε Γιάννη;
-Στον ποταμό και πλένει
-ρε την καταραμένη!
-Μου δωσε μια δεκάρα παπούλη να σου δώσω.
-Ας είν καλά η καημένη και του χρόνου ας ξαναπλένει!
-Τα παλιά τα χρόνια πηγαίνανε οι παπάδες στα σπίτια και αγιάζανε. Και ο κόσμος έδινε το δωράκι του. Ο παπάς λοιπόν όταν άρχισε το τροπάριο είδε μόνο του το Γιάννη σπίτι. Ωχ, σκέφτηκε από δω δε θα πάρω τίποτα. Τον ρωτάει που είναι η μάνα του και όταν ο Γιάννης του λέει ότι πλένει στον ποταμό τη λέει και καταραμένη. Αλλά η γυναικούλα είχε φροντίσει και είχε αφήσει τη δεκαρούλα για τον παπά. Όταν το ακούει αυτό ο παπάς εύχεται να είναι καλά και του χρόνου να ξαναπλένει! Έτσι λοιπόν με μια δεκάρα η μάνα του Γιάννη από καταραμένη έγινε ευλογημένη!
-Α! έτσι έγινε.
Και από τότε το έψελνα κι εγώ μαζί με τον πατέρα μου. Δεν είχα τότε την απορία να τον ρωτήσω αν είναι φτιαγμένη από το μυαλό του αυτή η ιστορία ή αν την είχε ακούσει από κάπου. Πάντως το στιχούργημα φαίνεται να είναι δικό του.
Και ανάμεσα στο δικό του τροπάριο, άλλαζε κάπου κάπου το σκοπό κι έλεγε άλλο:
Φεύγετε να φεύγουμε, γιατί έρχεται ο τραγόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βεδούρα του, άγιασε το ένα ρέμα, άγιασε το άλλο ρέμα, την κακή του την ημέρα.
-Τώρα αυτό γιατί το λες; τον ρωτούσα.
-Σήμερα φεύγουν οι Καλικάντζαροι, μου απαντούσε. Φοβούνται τον αγιασμό και τον παπά με την αγιαστούρα του. Αφού κάθονται πάνω στη γη δεκαπέντε μέρες και κάνουν κάθε είδους ζημιά και σκανταλιά, σήμερα όπου φύγει-φύγει. Και φεύγοντας λένε το παραπάνω τραγουδάκι!
Προδημοσιεύω σήμερα ένα κομμάτι από το βιβλίο μου-αφιέρωμα μνημόσυνο στον πατέρα μου Κοσμόγιαννη, το οποίο είναι σχεδόν έτοιμο για έκδοση. Όσοι γνώρισαν και θυμούνται τον Κοσμόγιαννη, καταλαβαίνουν, ότι τα περισσότερα κομμάτια είναι ακατάλληλα προς δημοσίευση. Δημοσιεύω όμως σήμερα ένα κομμάτι από το βιβλίο μου με επίκαιρο θέμα: Εν Ιορδάνη
Παραμονή των Φώτων, όπως όλες οι οικογένειες νηστεύαμε. Το πρωί που ξυπνάγαμε, πλενόμαστε, ετοιμαζόμαστε, πίναμε τον αγιασμό που είχαμε φυλάξει στο εικόνισμα από πέρυσι και πηγαίναμε εκκλησία.
-Ο μεγάλος αγιασμός, έλεγε η μάνα μου, είναι ανώτερος από τη θεία Κοινωνία. Είναι ευλογημένο νεράκι και όσα χρόνια κι αν περάσουνε, εκεί στο εικόνισμα δε θα πάθει τίποτα. Αν βάλεις απλό νερό σε ένα μπουκάλι σε ένα χρόνο μέσα θα έχει μυρίσει και σε δυο χρόνια θα έχει μουχλιάσει. Ο αγιασμός δε θα χαλάσει ποτέ!
Σχόλαγε η εκκλησία, παίρναμε το νέο αγιασμό. Με το νέο αγιασμό αγιάζαμε το σπίτι, το κατώι, τα ζωντανά μας. Όπως όλος ο κόσμος.
Κατά το μεσημεράκι με έπαιρνε ο πατέρας μου, να πάμε να αγιάσουμε και τα περιβόλια μας. Έπαιρνε τη λεκάνη με τον αγιασμό και το κλωνάρι το βασιλικό και άρχιζε το άγιασμα, ψέλνοντας:
-Εν Ιορδάνη, που ναι η μάνα σου ρε Γιάννη; Στον ποταμό και πλένει…
-Τι λες ρε μπαμπά;
-Ρε την καταραμένη. Μου δωσε μια δεκάρα παππούλη να σου δώσω….
-Δεν είναι έτσι το τροπάριο, άρχιζα να εκνευρίζομαι εγώ και να του φωνάζω.
-Ναι παιδί μου, αλλά λέγε και συ.
-Εν Ιορδάνη
-που ναι η μάνα σου ρε Γιάννη;
-Στον ποταμό και πλένει
-ρε την καταραμένη!
-Μου δωσε μια δεκάρα παπούλη να σου δώσω.
-Ας είν καλά η καημένη και του χρόνου ας ξαναπλένει!
-Τα παλιά τα χρόνια πηγαίνανε οι παπάδες στα σπίτια και αγιάζανε. Και ο κόσμος έδινε το δωράκι του. Ο παπάς λοιπόν όταν άρχισε το τροπάριο είδε μόνο του το Γιάννη σπίτι. Ωχ, σκέφτηκε από δω δε θα πάρω τίποτα. Τον ρωτάει που είναι η μάνα του και όταν ο Γιάννης του λέει ότι πλένει στον ποταμό τη λέει και καταραμένη. Αλλά η γυναικούλα είχε φροντίσει και είχε αφήσει τη δεκαρούλα για τον παπά. Όταν το ακούει αυτό ο παπάς εύχεται να είναι καλά και του χρόνου να ξαναπλένει! Έτσι λοιπόν με μια δεκάρα η μάνα του Γιάννη από καταραμένη έγινε ευλογημένη!
-Α! έτσι έγινε.
Και από τότε το έψελνα κι εγώ μαζί με τον πατέρα μου. Δεν είχα τότε την απορία να τον ρωτήσω αν είναι φτιαγμένη από το μυαλό του αυτή η ιστορία ή αν την είχε ακούσει από κάπου. Πάντως το στιχούργημα φαίνεται να είναι δικό του.
Και ανάμεσα στο δικό του τροπάριο, άλλαζε κάπου κάπου το σκοπό κι έλεγε άλλο:
Φεύγετε να φεύγουμε, γιατί έρχεται ο τραγόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βεδούρα του, άγιασε το ένα ρέμα, άγιασε το άλλο ρέμα, την κακή του την ημέρα.
-Τώρα αυτό γιατί το λες; τον ρωτούσα.
-Σήμερα φεύγουν οι Καλικάντζαροι, μου απαντούσε. Φοβούνται τον αγιασμό και τον παπά με την αγιαστούρα του. Αφού κάθονται πάνω στη γη δεκαπέντε μέρες και κάνουν κάθε είδους ζημιά και σκανταλιά, σήμερα όπου φύγει-φύγει. Και φεύγοντας λένε το παραπάνω τραγουδάκι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου