Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Ένας δάσκαλος φερμένος απ’ τα παλιά και το θρύλο (ο Δημήτριος Ανδριαννάκος)

Γράφει η Καστρίτισσα δασκάλα Αρετή Καβάσαλη Αναστασοπούλου

 Κάποια χρόνια ξεχασμένα και συγκεκριμένα το 1864 σε μια καστρίτικη γειτονιά , τα Αγριμνιάνικα αντίκρισε το φως της ζωής. Όταν μεγάλωσε κατόρθωσε να γίνει δάσκαλος και... διορίστηκε σε κάποιο μακρινό χωριό. Όμως γρήγορα γύρισε πίσω στο χωριό του επειδή έγινε προστάτης στο μωρό της αδερφής του το οποίο πριν καλά καλά ανοίξει τα ματάκια του στην ζωή έχασε και τους δύο γονείς του. Έτσι υπηρέτησε στα διάφορα χωριά, Στόλο, Ελατοχώρι και Αγία Σοφία και χάρισε γνώση και πολιτισμό. Τα κυπαρίσσια που στολίζουν την Αγία Σοφία είναι φυτεμένα με τα χέρια του.

 Κάποτε σκέφτηκε και τον εαυτό του. Παντρεύτηκε την Χριστίνα Κατσιαβού, 17 ετών πολύ μικρότερή του. Όμορφη και δυναμική. Του χάρισε επτά παιδιά, πέντε(5) κορίτσια και δύο(2) αγόρια. Και αυτός μαζί με τ’ όνομά του της χάρισε τον τίτλο της δασκάλας και ας γράφει η ταυτότητά της αναλφάβητη.

 Η δράση του σαν δασκάλου ήταν πολύπλευρη και η προσφορά του μεγάλη. Έζησε δύο(2) παγκόσμιους πολέμους. Το 1940 τον βρήκε συνταξιούχο. Μέχρι το 1948 που καταλάγιασε το κακό, συνέχισε να εργάζεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην θέση δασκάλων οι οποίοι αναγκάζονταν να φεύγουν για την Τρίπολη επειδή κινδύνευε η ζωή τους. Και μάλιστα χωρίς αμοιβή. Δικαιολογημένα πήρε τον τίτλο του Γεροδάσκαλου, τιμητικά. Δυστυχώς είχε την ατυχία όλες οι οικονομίες του που είχε αποταμιεύσει για τις προίκες των κοριτσιών του έγιναν φύλλο φτερό. Έτσι αναγκάστηκαν να πάρουν και αυτά τον δρόμο της ξενιτιάς μαζί με τ’ άλλα κορίτσια του χωριού. Μαζί της έφυγε και ο Ηλίας. Για να μείνει με την πίκρα του αποχωρισμού. Σ’ όλη του την υπόλοιπη ζωή του έμεινε το αναμμένο κάρβουνο που του άναψε άθελά της η γυναίκα του κατά την ημέρα του αποχωρισμού του τέταρτου κοριτσιού τους.
-Σου έλεγα Μήτσο μου ν’ αγοράσουμε γη (οικόπεδα) για να κρατήσουμε κοντά μας. Αλλά εσύ δεν μ’ άκουσες.
-Ποιος περίμενε αγάπη μου αυτό το κακό; Μακάρι να το ‘ξερα και θα σ’ άκουγα. Τώρα είναι αργά…

Όμως παρ’ όλα τα βάσανα παρέμενε όρθιος στο σώμα και στην ψυχή και με ολόθερμη την αγάπη της στο σχολείο και τα παιδιά. Κάθε απόγευμα συνήθιζε ν’ ανηφορίζει από το σπίτι του και να πηγαίνει στο μαγαζί του γιού του του Γιάννη στην πλατεία. Θεωρούσε δε απαραίτητη μια βόλτα στο σχολείο. Όταν πλησίαζε κοντοστεκόταν, έβαζε το χέρι του στο αυτί του και προσπαθούσε ν’ αφουγκραστεί τις παιδικές φωνές των μαθητών. Η καινούρια τότε δασκάλα του σχολείου Δήμητρα Ρήγα εντυπωσιασμένη με την όλη στάση του Γεροδάσκαλου βγήκε σε κάποια στιγμή και τον κάλεσε στο σχολείο. Εκείνος καθώς πλησίασε κρατώντας στο αριστερό του χέρι το καπέλο του και το μπαστούνι του κάνει μια βαθιά υπόκλιση και αναφωνεί με καμάρι «Δημήτριος Ανδριαννάκος δημοδιδάσκαλος». Η δασκάλα σπεύδει να του ασπασθεί το χέρι. «χαίρω πάρα πολύ Γεροδάσκαλε! Το σχολείο σου ανήκει και σου αξίζει». Τον προσκάλεσε στην τάξη με την παράκληση να έρχεται όποτε θέλει για να δίνει συμβουλές σε εκείνη και τα παιδιά. Να κάθεται όσο θέλει, να καμαρώνει και να χαίρεται. Και συνέχισε να κάνει το ίδιο δρομολόγιο όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του....

Και έφυγε κάποτε ταπεινά και αθόρυβα όταν έσβησε το 1960 σε ηλικία 90 ετών.
Αν είχαμε τέτοιους δασκάλους θα είχαμε καλύτερα παιδιά και καλύτερη κοινωνία αλλά και καλύτερη πατρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου