Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Πορεία μιας παλιάς δασκάλας σε τρεις σταθμούς

Της Καστριτισσας δασκάλας Αρετής Καβάσσαλη – Αναστασοπούλου

Α’ Σταθμός απ ’το όνειρο και της πορεία στο διορισμό και την Αμυγδαλιά. 

 Το κουδούνι της πόρτας ξαφνιάζει την Διάνα. Ο ταχυδρόμος της δίνει ένα ασυνήθιστο φάκελο. Μετά από ένα γρήγορο ευχαριστώ πολύ με χέρια τρεμάμενα από την ταραχή που της έφερε η χαρούμενη υποψία το άνοιξε. Και ναι! Δεν ξεγελιέται… της φέρνει τον διορισμό της. Ένα ευχαριστώ Θεέ μου της βγαίνει από το φυλλοκάρδι της και σωριάζεται στο διπλανό καναπέ. Για πολλή ώρα μένει να συλλογιέται και να χαίρεται. Να κλαίει και να γελάει. Το όνειρο με το τώρα μπερδεύονται στο μυαλό της. Όλο της το είναι πλημμυρίζει από πρωτόγνωρα γλυκά αισθήματα. Το νέο της χωριό το λένε Αμυγδαλιά.

Μετά τους πανηγυρισμούς και τις πρώτες συγκινήσεις αρχίζει να σκέφτεται για το ταξίδι. Αν και οι ετοιμασίες αυτές έχουν αρχίσει από πολύ νωρίς. Από την πρώτη Δημοτικού και Γυμνασίου. Εκείνη όμως η αχειροποίητη βαλίτσα του μυαλού της έφερε κάποια στεναχώρια. Είναι αρκετά φτωχή. Σαν παιδί της κατοχής και της ανέχειας όπως άλλωστε και τα 23 παιδιά που απεφοίτησαν από την 8η τάξη του 8τάξιου Γυμνασίου δεν είχαν την δυνατότητα για περισσότερα. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Δύο χρόνια όλα και όλα. Τι να προφθάσεις να μάθεις. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με κείνο της καρδιάς. Εδώ υπάρχει κάτι σπουδαίο: Να δοθεί στο παιδί Χριστός και Ελλάδα! Και επειδή αυτό είναι στην καρδιά, είναι πηγαίο χρειάζεται μόνο ένα θέλω και γίνονται θαύματα. Άλλωστε τότε βοηθούσε και η πολιτεία στην επίτευξη του σκοπού αυτού. Έπειτα τα παιδικά μάτια, επειδή ο Θεός μαζί με τα λουλούδια και τον έναστρο ουρανό τα άφησε στον Αδάμ έξω από τον παράδεισο για παρηγοριά έχουν απλήρωτη αξία. Έτσι με προσοχή θα προσπαθήσει να μην γίνει αφορμή να τσαλακωθεί ποτέ η παιδική ψυχή. Για τα υπόλοιπα θα προσπαθήσει ν’ ανταποκριθεί αφού υπάρχουν και βοηθητικά βιβλία.Τις υπόλοιπες μέρες βάλθηκε να ετοιμάσει τα προσωπικά της χρειαζούμενα.

 Και η μέρα του ταξιδιού έφτασε. Επρόκειτο να ταξιδέψει και με πλοίο. Σε ορισμένη μέρα και ώρα μαζί με τους άλλους ταξιδιώτες με τις βαλίτσες στο χέρι και αυτοί. Και νάτη τώρα στο κατάστρωμα αγναντεύει την απεραντοσύνη της θάλασσας. Αισθάνεται τόσο όμορφα καθώς το πρωινό μαγιάτικο αεράκι της χαϊδεύει το πρόσωπο. Όπως πολλές φορές κάνει όμορφη παρέα με τον εαυτό της. Ο νους της ανερώτητα τρέχει εδώ και εκεί. Για μια στιγμή σκάλωσε σε κάτι ζωντανό και δυνατό. Αντικρίζει κάπου στο βάθος του χρόνου την πρώτη της δασκάλα. Την κυρία Βασιλική. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Όμως μαζί της ήταν πολύ καλή και γι’ αυτό την αγάπησε πολύ και τώρα ακόμη και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Θυμάται πολλές φορές το βλέμμα της να πέφτει πάνω της με μια παιδική τρυφεράδα. Άλλοτε πάλι την χάιδευε με το γλυκό της χαμόγελο. Και τότε εκείνη έτρεχε να βρει τρόπο να κουρνιάσει κοντά της και αμέσως ένιωθε ανάλαφρα, όμορφα. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που η μανούλα της είχε φύγει για τον ουρανό. Ίσως γι’ αυτό θέλησε να γίνει σαν εκείνη και να σκορπά χαρά σ’ όλα τα παιδιά. Όμως στην πορεία της κόβονταν τα φτερά και ήταν πάντα στεναχωρημένη. Μα πώς να σε στείλω παιδί μου στο Γυμνάσιο της αντίτεινε ο πατέρας της θλιμμένα. Πώς να σε στείλω παιδί μου αφού δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Πώς ν’ αφήσω ένα παιδί μακριά μου αφού τόσους μήνες λείπουμε από το Άστρος στο Καστρί. Όμως τί τα θες, πάντα γίνονται θαύματα. Η κλαψιάρικη επιμονή η δικιά της, το μεγάλο ενδιαφέρον της δασκάλας της και η αδυναμία που της είχε ο πατέρας της ξεπέρασαν όλα τα εμπόδια και νάτην με τον διορισμό στο χέρι. 

Και ήρθε η ώρα να αποχαιρετίσει τα μαθητικά της χρόνια, τους δασκάλους, την κυρία Βασιλική, τους καθηγητές και την μαθητική ζωή.  Βρίσκεται στο κατώφλι του Α’ σταθμού της διδασκαλικής της πορείας. Μακάρι να φανεί συνεπής στις υποσχέσεις που είχε δώσει στον εαυτό της. Το πλοίο ξένο σε ό, τι συμβαίνει στο μυαλό και την καρδιά της Διάνας συνεχίζει το δρόμο του και κάποτε φθάνει στο λιμάνι. Με την βαλίτσα στο χέρι βρίσκεται στην προκυμαία. Για μια στιγμή την πλησιάζει ένας άγνωστος.
- Μήπως είσθε η Διάνα Χρονοπούλου;
-Μάλιστα του συστήθηκε εκείνη καλοσυνάτα.
- Είμαι ο Πέτρος Γεωργίου έρχομαι εκ μέρους του κ. Προέδρου της κοινότητας για να σας εξυπηρετήσω. Έχω φέρει και το άλογο.
- Ευχαριστώ πολύ, τον ευχαρίστησε καθώς εκείνος άπλωνε το χέρι του παίρνοντας του την βαλίτσα της.

 Πάνω στο κόκκινο άλογο η Διάνα παρατηρούσε το άγνωστο για εκείνη τοπίο.
- Θέλω να μάθω κύριε Πέτρο για τα παιδιά που τ’ αγάπησα πριν τα γνωρίσω και για το καινούριο μου χωριό την Αμυγδαλιά που το νιώθω πια δικό μου.
Μεταξύ άλλων της είπε με φανερή ικανοποίηση εκείνος λεπτομέρειες για το καινούριο σχολείο που έχει γίνει στο χωριό με χρήματα του Ελληνοαμερικάνου Παύλου Παπαδόπουλου. Είμαστε και ( για να συμπληρώσει ) πολύ χαρούμενοι που ήλθατε και θα έχουν τα παιδιά την δική τους δασκάλα. Έτσι θα πάψει η ταλαιπωρία του πήγαινε έλα στο διπλανό χωριό των παιδιών και των γονέων.

 Ο ήλιος εν τω μεταξύ σιγά σιγά χάνεται πίσω από το βουνό απλώνοντας στην θάλασσα τα χίλια χρώματά του που κρύβει η ασύλληπτη ομορφιά του. Γύρω πλανιέται μια μυρωμένη απαλάδα. Μερικά προβατάκια βοσκούν αμέριμνα θυμίζοντας στην Διάνα κάτι άλλα που περιμένουν τον δικό τους τσοπάνη. Και μια θερμή ευχή βγαίνει από την ολόχαρη ψυχή της:
-Θέε μου κάνε με σε παρακαλώ ένα δικό σου τσοπάνο με σπλαχνικό στα λογικά σου πρόβατα.

 Από μακριά αγνάντεψε το αγαπημένο της χωριό την Αμυγδαλιά φέρνοντας στο μυαλό της χαρά και ερωτηματικά.

συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου