Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Αύριο είναι Κυριακή...Στο καλοκαιρινό Καστρί!


Θυμάται, αναπολεί και γράφει η Αρετή Καβάσαλη Αναστασοπούλου

Είναι δειλινό Σαββάτου. Η μέρα κόντυνε. Ο ήλιος πάει για την δύση. Σε λίγο θα χαθεί πίσω απ’ τις κορυφές του Άι Λια βάφοντας μαβιά τα πλάγια του αγέραστου Μαλεβού. Μια γυαλάδα απλώνεται παντού. Οι ανδρικές δουλειές έχουν σταματήσει. Οι νοικοκυρές έχουν φροντίσει τα σπίτια τους. Οι αυλές έχουν σκουπισθεί. Το μέρος των ζώων ( το κατώι) έχει καθαρισθεί. Το ασβέστι παντού έχει δώσει πάστρα και ομορφάδα. Η κόρη και οι γλάστρες με τα βασιλικά και τις μαντζουράνες ομορφαίνουν και αρωματίζουν τον χώρο. Η πλατεία δέχεται και εκείνη την δική της φροντίδα και παρουσιάζει την δική της καλύτερη εικόνα. Τα κρεοπωλεία είναι πανέτοιμα και οι ταβέρνες παίρνουν κυριακάτικη όψη.

Γλυκά ακούγεται ο ήχος της καμπάνας του Άι Νικόλα. Από κοντά και οι άλλες καμπάνες των άλλων χωριών. Κάποτε κανένα καμπαναριό δεν έμενε βουβό και καμιά εκκλησιά ορφανή από παππά. Αμέσως μετά τον ήχο της καμπάνας οι νοικοκυρές έτρεχαν να ανάψου το καντήλι. Το λιβάνι σκορπούσε γύρω το λυτρωτικό του άρωμα. Όλα φώναζαν σιωπηλά. Αύριο είναι Κυριακή! Ο νοικοκύρης του σπιτιού καθαρός και περιποιημένος κατά το δυνατό είναι έτοιμος για την αγορά. Πρέπει ν’ αγοράσει το κρέας και ό,τι άλλο χρειάζεται το σπίτι. Μικρό παιδί και εγώ παρακολουθούσα τον πατέρα μου αγαπητικά. Μάλιστα έτρεχα να του φέρω την μαγκούρα του. Δεν τον θυμήθηκα ποτέ νέο. Από τα 3 χρόνια του που έχασε την Μαριγώ του στα 45 χρόνια της εκεί ή τον γέρασε απότομα ο πόνος.

Αλλά ας βρεθούμε εκείνο το ευλογημένο Σάββατο στο Καστρί. Το σπίτι μας όπως όλα τα άλλα σπίτια του χωριού είχε αλλάξει όψη. Όλα καθαρά, όλα χαλαρά. Όλα λες και είχαν το άρωμα της Κυριακής. Ήταν για όλους σωματικής ξεκούρασης και ψυχικής ανάτασης. Δεν υπήρχε τότε η τηλεόραση. Αυτή που κυρά και αφέντρα παίρνοντας την καλύτερη θέση στο σπίτι μας με το κοντρόλ στο χέρι διέγραψε ό,τι ωραίο και ιερό υπήρχε βάζοντας στην θέση του την νέα ζωή γεμάτη επιφανειακή χαρά αλλά γυμνή από πνευματική ομορφιά και ανθρώπινη λεβεντιά. Αυτή η κυρά είχε μείνει έξω από τα σπίτια μας και την καρδιά μας. Έτσι λοιπόν ανεπηρέαστοι κατά το δυνατόν με ξάστερο το μυαλό και ήρεμη την καρδιά πέφταμε νωρίς για ύπνο.

Το πρωί της Κυριακής με την πρωινή καμπάνα βρισκόμασταν όλοι στο πόδι. Υπήρχε μια όμορφη βιασύνη που την θυμάμαι νοσταλγικά. Σ’ όλα τα σπίτια τα παιδιά ήταν πολλά. Έτσι τα πιο μεγάλα βοηθούσαν τα πιο μικρά. Ασφαλώς θα έδινε με τον τρόπο Της και η Παναγιά το χέρι Της. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί εκείνη η ευχάριστη ατμόσφαιρα που βασίλευε στα σπίτια. Ευτυχώς σκαπέτησαν και χάρηκαν εκείνες οι ανεπανάληπτες ιερές ώρες στα σπίτια το πρωί της Κυριακής. Τώρα έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Τότε πολύ πρωί της Κυριακής οι δρόμοι πλημμύριζαν από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Και ήταν χαρούμενο το συναπάντημα και ζωηρές οι καλημέρες. Από νωρίς η εκκλησία γέμιζε με κόσμο. Τότε ήταν πολλοί οι κάτοικοι του χωριού και στα σπίτια έμεναν μόνο οι ανήμποροι και οι γέροι. Από ότι δεν μπορώ να ξέρω τότε οι άνθρωποι επικοινωνούσαν με τον Θεό απλά αλλά εκ βαθέων. Άφηναν με πίστη στα πόδια του Χριστού τα πολλά παιδιά τους και τα δύσκολα προβλήματά τους και περίμεναν από Εκείνον την λύση τους. Έπειτα όλους εκτός εξαιρέσεων τους ένωνε η ευλογημένη αγάπη. Πάντα μοιράζονταν την χαρά και γίνονταν διπλή. Και με την μοιρασιά η λύπη λιγόστευε. Σ’ αυτό οφειλόταν η ηρεμία που αντιμετώπιζαν την ζωή. Ήταν πάντα ευχαριστημένοι με ό,τι τους έφερνε. Χαρούμενοι και ευχαριστημένοι βγαίνοντας από την εκκλησία έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού. Οι άνδρες κατά κανόνα πήγαιναν στην αγορά και οι γυναίκες στο σπίτι να ετοιμάσουν το φαγητό. Ήταν και εκείνες που έπρεπε να αγοράσουν το νήμα για τον αργαλειό που είχε τελειώσει, τις κλωστές για κέντημα και άλλα μικροπράγματα από τον έμπορο. Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά του άντρα.

Μετά την Θεία Λειτουργία ανέβαιναν πολλοί κάτοικοι απ’ τα άλλα χωριά για το παζάρι και άλλες δουλειές. Έτσι η πλατεία και οι γύρω δρόμοι της γέμιζαν από κόσμο...

Γι’ αυτό ακούγεται σήμερα από τους παλιούς το πονεμένο παράπονο: «Γιατί σ’ αυτά τα χρόνια που έφυγαν ερήμωσε το Καστρί μας;»
Είναι βέβαιο πως εκείνοι που φεύγουν για τον ουρανό δεν αντικαθίστανται.
Είναι πολλοί και ‘κείνοι που τους κατάπιε η ξενιτιά.
 Όμως παρουσιάζεται και μια άλλη ερημιά που φέρνει την δική της παγωνιά.
Άδειασε το χωριό, αδειασαν και οι καρδιές.

Γι’ αυτό υπάρχει η άλλη ερημιά που σε ‘κάνει και το κατακαλόκαιρο να νιώθεις παγωνιά στο νου και στην καρδιά.
 ΓΙΑΤΙ; Να ένα ερωτηματικό, που περιμένει απάντηση.

 Κυριακή! Ευλογημένη από το Θεό ημέρα...

1 σχόλιο:

  1. Ωραιότατο σγμαντικό για εποχές που πέρασαν και που οι άνθρωποι δεν μέτραγαν το πόσα αλλά την ποιότητα της ζωής γενικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή